Η κοκέτα ποντικίνα - Кокетливая мышка

 

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια πολύ ψηλομύτα ποντικίνα που κάθε μέρα, πολύ νωρίς, έβγαινε να σκουπίσει την είσοδο του σπιτιού της.

Μια μέρα λοιπόν, βρήκε στο χώμα ένα αστραφτερό νόμισμα. Η ποντικίνα χοροπήδαγε από τη χαρά της.

Να αγοράσω σοκολατάκια; όχι, γιατί χαλάνε τα δόντια.

Να αγοράσω κουκουνάρια; όχι γιατί τελειώνουν γρήγορα, έλεγε στον εαυτό της η ποντικίνα αναποφάσιστη.

ψηλομύτης, α, - высокомерный, надменный
έβγαινε να σκουπίσει - выходила подметать
βρήκε στο χώμα - нашла на земле
αστραφτερός, ή, ό блестящий, сверкающий; сияющий
νόμισμα το - монета;
χοροπηδώ - прыгать, скакать; подпрыгивать, 
από τη χαρά - от радости
να αγοράσω - купить
χαλάνε τα δόντια - портятся зубы
κουκουνάρια – шишки с орешками
τελειώνουν γρήγορα – заканчиваются быстро
έλεγε στον εαυτό της – говорила сама себе
αναποφάσιστος, η, ο - нерешительный

Το βρήκα!

Θα αγοράσω ένα φιόγκο για την ουρίτσα μου! Πήγε τρέχοντας στην αγορά και αγόρασε έναν
πανέμορφο φιόγκο για να είναι ακόμη πιο όμορφη.

Η ποντικίνα περνούσε πολύ ώρα σκουπίζοντας την είσοδο του σπιτιού της φορώντας το φιόγκο,
για να τη δούνε όλοι.

Έτσι άρχισαν να έρχονται σπίτι της μνηστήρες.

Ο γάιδαρος της τραγούδησε την αγάπη του. Στην ποντικίνα όμως δεν άρεσε καθόλου η αγριοφωνάρα του και τον έδιωξε από ΄κει αμέσως.

Επίσης το γουρούνι ερωτεύτηκε την όμορφη ποντικίνα και ήθελε να της κάνει καντάδα.

-Σώπα, μου πήρες τ΄ αυτιά! τον ικέτεψε εκείνη.

Μέχρι και το τρομαχτικό λιοντάρι εμφανίστηκε για να ζητήσει το χέρι της. Εκείνη όμως αρνήθηκε
λέγοντάς του:

-Δεν μπορώ να σε παντρευτώ, ο βρυχηθμός σου δε θα με αφήνει να κοιμηθώ.

το βρήκα - нашла, зд. придумала
θα αγοράσω - куплю
φιόγκος ο - бант
ουρίτσα η - хвостик
για να είναι ακόμη πιο όμορφη - чтобы быть еще красивей
περνούσε πολύ ώρα σκουπίζοντας – проводила много время убирая
για να τη δούνε όλοι - чтобы видели все
μνηστήρας ο - жених;  претендент;
γάιδαρος ο - осел
δεν άρεσε καθόλου – не понравилось совсем
αγριοφωνάρα η - грубый голос
τον έδιωξε - его прогнала
καντάδα ή - серенада
ικετεύω - умолять
λιοντάρι το - лев
για να ζητήσει το χέρι της - чтобы просить ее руки
αρνούμαι - отвергать (что-л.); отказываться 
λέγοντάς του – говоря ему
βρυχηθμός ο - рёв, рычанье;

 

 

 

 

Το αλεπουδάκι επίσης δοκίμασε την τύχη του και της τραγούδησε με συγκίνηση. Όμως η ποντικίνα σκέφτηκε πως τραγουδούσε πολύ άσχημα

Και ενώ ήταν απογοητευμένη με τις κραυγές, τα γκαρίσματα και τα γρυλίσματα που δεν την άφηναν ήσυχη, εμφανίστηκε ένας γάτος δείχνοντας τους κομψούς τρόπους του. Ομολόγησε την αγάπη του στην ποντικίνα με γλυκά νιαουρίσματα.

αλεπουδάκι το - лисенок
δοκίμασε την τύχη του - пробовать свою удачу
συγκίνηση η - сильное волнение, умиление
απογοητευμένη - разочарована
κραυγή η - крик; вопль
γκάρισμα το - ослиный рёв
γρυλισμός ό - хрюканье;  воркованье (о голубях);  рычанье (собаки)
που δεν την άφηναν ήσυχη –которые не оставляли ее в покое

Η ποντικίνα ήταν ενθουσιασμένη με τα καλοπιάσματα του μνηστήρα γάτου.

Ήταν τόσο ωραίος και φινετσάτος που τον ερωτεύτηκε αμέσως. Και μια ωραία μέρα, η κοκέτα ποντικίνα
και ο γλυκός της γάτος παντρεύτηκαν...

Αλλά μόλις έμειναν μόνοι στο σπίτι και κανένας δεν τους έβλεπε, ο γάτος έκανε αυτό που πάντα κάνουν οι γάτες, να κυνηγούν τα ποντίκια.

Και η κακόμοιρη η ποντικίνα, είπανε ότι γλίτωσε από τα νύχια του παρά τρίχα.

εμφανίστηκε ένας γάτος – появился кот
δείχνοντας τους κομψούς τρόπους του – показавший элегантные манеры
ομολογώ - признавать(ся),
νιαούρισμα το - мяуканье;
ενθουσιασμένη - восхищена
καλόπιασμα το - лесть
φινετσάτος - утончённый
ερωτεύτηκε αμέσως - влюбилась тотчас
έμειναν μόνοι στο σπίτι – остались одни в доме
κανένας δεν τους έβλεπε  - никто их не видел
γλιτώνω -  спасать(ся), избавлять(ся),
νύχι το - ноготь; коготь;
παρά τρίχα - еле-еле

ΤΕΛΩΣ