Η μύτη το'σκασε
Του Τζάνι Ροντάρι.
Ο κύριος Γκόγκολ διηγήθηκε την ιστορία μίας μύτης από το Λένινγκραντ, που πήγαινε βόλτα σε μια άμαξα κι έκανε ένα σωρό αταξίες.
Μια ιστορία σαν κι αυτή συνέβη στο Λαβένο, πάνω στη λίμνη Ματζόρε.
Ένα πρωί ένας κύριος που κατοικούσε ακριβώς μπροστά στην αποβάθρα, όπου επιβιβάζεται ο κόσμος στις βάρκες, σηκώθηκε, πήγε στο μπάνιο για να ξυριστεί και, καθώς κοιταζόταν στον καθρέφτη, έβαλε τις φωνές: «Βοήθεια! Η μύτη μου!.
Καταμεσής στο πρόσωπο του, η μύτη δεν υπήρχε πια. Στη θέση της υπήρχε μια επίπεδη επιφάνεια. Ο κύριος εκείνος, έτσι όπως ήταν με τη ρόμπα του, έτρεξε στο μπαλκόνι, πάνω στην ώρα, για να δει τη μύτη να βγαίνει στην πλατεία και να κατευθύνεται γοργά προς την αποβάθρα, ξεμυτίζοντας ανάμεσα στα αυτοκίνητα που επιβιβάζονταν στο φέρι μποτ για τη Βερμπάνια.
- Στάσου, στάσου! φώναξε ο κύριος. Η μύτη μου! Κλέφτες! Κλέφτες! Ο κόσμος κοίταζε ψηλά και γελούσε:
- Σας έκλεψαν τη μύτη κάτω απ'τη... μύτη σας; Τους απατεώνες!
Δεν του απέμεινε τίποτ’άλλο εκείνου του κυρίου παρά να κατεβεί στο δρόμο και να κυνηγήσει τη μύτη που το'σκασε, και στο μεταξύ κρατούσε ένα μαντίλι στο πρόσωπο του, σαν να ήταν κρυωμένος.
Δυστυχώς, ίσα που πρόφτασε να δει το φέρι μποτ που έφευγε από την αποβάθρα. Ο κύριος ρίχτηκε με θάρρος στο νερό για να το προφτάσει, ενώ επιβάτες και τουρίστες φώναζαν:
- Κουράγιο! Κουράγιο!. Αλλά το σκάφος είχε ήδη επιταχύνει κι ο καπετάνιος δεν είχε καμία όρεξη να γυρίσει πίσω για να επιβιβάσει τους αργοπορημένους.
Περιμένετε το άλλο φέρι, φώναξε ένας ναύτης στον κύριο, έχει ένα κάθε μισή ώρα!
Ο κύριος, αποκαρδιωμένος, επέστρεφε στην ακτή, όταν είδε τη μύτη του, που, έχοντας απλώσει μια μπέρτα στο νερό, σαν τον Άγιο Ιούλιο του θρύλου, ταξίδευε με μικρή ταχύτητα.
- Ώστε δεν πήρες το φέρι; Όλα μια απάτη ήταν; φώναξε ο ταλαίπωρος κύριος.
Η μύτη κοίταζε ίσια μπροστά σαν θαλασσόλυκος, ή μάλλον σαν λιμνόλυκος, και δεν καταδέχτηκε ούτε να στραφεί. Η μπέρτα κυμάτιζε απαλά σαν μέδουσα.
- Μα πού πας; φώναξε ο κύριος.
Η μύτη δεν απάντησε και ο δύστυχος ιδιοκτήτης της, αποκαρδιωμένος, έφτασε στο λιμάνι του Λαβένο και περνώντας μέσα από το πλήθος των περίεργων γύρισε στο σπίτι, όπου κλειδώθηκε δίνοντας εντολή στην οικονόμο του να μην αφήσει κανέναν να μπει, κι εκεί περνούσε τις μέρες του κοιτάζοντας στον καθρέφτη το πρόσωπο του χωρίς μύτη.
Μία δύο μέρες αργότερα ένας ψαράς από το Ράνκο, βγάζοντας τα δίχτυα του από τη θάλασσα, βρήκε τη μύτη που το είχε σκάσει, ναυαγισμένη καταμεσής στη λίμνη, γιατί η μπέρτα της είχε τρυπήσει σε χίλιες μεριές, και σκέφτηκε να την πάει στο παζάρι του Λαβένο.
Η υπηρέτρια του κυρίου που είχε πάει στο παζάρι για ν'αγοράσει ψάρια, είδε αμέσως τη μύτη, φαρδιά πλατιά ανάμεσα σε πέστροφες και πέρκες.
- Καλέ, αυτή είναι η μύτη του αφεντικού μου! φώναξε τρομοκρατημένη. Δώστε μού την αμέσως να του την πάω.
- Τίνος είναι δεν ξέρω, δήλωσε αποφασιστικά ο ψαράς, εγώ την ψάρεψα κι εγώ θα την πουλήσω.
- Πόσο την πουλάς;
- Το βάρος της σε χρυσάφι, γνωστό αυτό. Είναι μία μύτη, δεν είναι καμιά τυχαία πέρκα.
Η υπηρέτρια έτρεξε να ενημερώσει το αφεντικό της.
- Δώσε του ό,τι σου ζητάει! Θέλω πίσω τη μύτη μου!
Η υπηρέτρια λογάριασε πως χρειάζονταν ένα σωρό λεφτά, γιατί η μύτη ήταν και μεγαλούτσικη: χρειάζονταν τρομοκρατρείς χιλιάδες, δεκατρείς δεκατριάδες και μισή. Για να μαζέψει όλο αυτό το ποσό, αναγκάστηκε να πουλήσει και τα σκουλαρίκια της, αλλά, μια και ήταν πολύ αφοσιωμένη στο αφεντικό της, τα θυσίασε μ'έναν αναστεναγμό.
Αγόρασε τη μύτη, την τύλιξε σ'ένα μαντίλι και την πήρε στο σπίτι.
Η μύτη αφέθηκε υπάκουα να την πάει πάλι στο σπίτι και δε διαμαρτυρήθηκε ούτε όταν ο αφέντης της την κράτησε στα τρεμάμενα χέρια του.
- Μα γιατί έφυγες; Τι σου έκανα;
Η μύτη τον κοίταξε λοξά, ζαρώνοντας ολόκληρη από αηδία και είπε:
- Άκουσε να δεις, μην ξαναβάλεις ποτέ πια τα δάχτυλα σου στη μύτη. ή τουλάχιστον κόβε τα νύχια σου πρώτα.
на русском языке |