Η Ωραία Κοιμωμένη

(των αδελφών Grimm)

τα παλιά τα χρόνια, ζούσε ένας βασιλιάς και μία βασίλισσα που επιθυμούσαν πάρα πολύ να αποκτήσουν ένα παιδί. Κάποια μέρα και αφού είχε περάσει πολύς καιρός, η βασίλισσα πήγε για μπάνιο στην λίμνη. Ενώ καθόταν πλάι στο νερό, βγήκε ένας βάτραχος, την πλησίασε και της λέει: «Η επιθυμία σας θα γίνει πραγματικότητα, πριν περάσει ένας χρόνος θα αποκτήσετε μία κόρη.»

Πράγματι πριν περάσει ένας χρόνος η βασίλισσα γέννησε ένα πανέμορφο κορίτσι. Ο βασιλιάς για να γιορτάσει την γέννηση της κόρης του αποφάσισε να διοργανώσει μια μεγάλη γιορτή. Κάλεσε τους συγγενείς, τους φίλους και τους γνωστούς, αλλά και κάποιες γυναίκες, που τις ονόμαζαν σοφές, οι οποίες θα προίκιζαν το παιδί με όλες τις χάρες και τις αρετές του κόσμου. Στο βασίλειο υπήρχαν δεκατρείς σοφές γυναίκες, αλλά στο παλάτι υπήρχαν μόνο δώδεκα χρυσά σερβίτσια και έτσι αποφασίστηκε να μη καλέσουν την μία.

Η γιορτή τελέστηκε με κάθε μεγαλοπρέπεια. Στο τέλος οι σοφές γυναίκες σηκωνόταν η μία μετά την άλλη και δώριζαν στο παιδί τις θαυματουργές τους χάρες: η μία την εργατικότητα, η άλλη την ομορφιά, η τρίτη τον πλούτο, και αφού ολοκληρώθηκαν οι ευχές το παιδί είχε ότι μπορούσε να ευχηθεί κανείς σε αυτό τον κόσμο.

Όταν είχε εκφράσει την χάρη της η ενδέκατη σοφή, μπήκε ξαφνικά στον χώρο της γιορτής η δεκατη-τρίτη. Ήρθε για να εκδικηθεί που δεν την κάλεσαν και χωρίς να χαιρετήσει ή να κοιτάξει κανέναν, φώναξε: «όταν η κόρη του βασιλιά γίνει δεκαπέντε χρονών, θα τρυπηθεί με μία άτρακτο και θα πέσει νεκρή!» Χωρίς να πει άλλη κουβέντα γύρισε και έφυγε την αίθουσα.
Όλοι τρόμαξαν και έμειναν άφωνοι όταν ξεπρόβαλε η δωδέκατη σοφή, η οποία ακόμη δεν είχε δώσει το δώρο της. Καθώς δεν μπορούσε να ακυρώσει την κακιά ευχή, παρά μόνο να την ελαφρύνει, είπε «δεν θα είναι όμως θάνατος, αλλά η βασιλοπούλα θα κοιμηθεί βαθιά για εκατό χρόνια.»

Ο βασιλιάς ο οποίος ήθελε να προστατέψει το παιδί του από το κακό που το περίμενε, έδωσε εντολή να κάψουν όλες τις ατράκτους στο βασίλειο του.

Το κορίτσι μεγάλωνε και είχε πάρει όλες τις χάρες που του χάρισαν οι σοφές γυναίκες. Ήταν τόσο όμορφο, υπάκουο, ευγενικό και έδειχνε σε όλους κατανόηση που δεν υπήρχε άνθρωπος να μην το αγαπάει. Την ημέρα που το κορίτσι έγινε δεκαπέντε χρονών ήταν μόνο του στο παλάτι καθώς ο βασιλιάς και η βασίλισσα έλειπαν. Τότε το κορίτσι πήγε σε όλα τα μέρη του παλατιού, στα δωμάτια και στις αποθήκες που δεν είχε ξαναδεί, για να φτάσει τελικά σε έναν παλιό πύργο. Ανέβηκε την παλιά κυκλική σκάλα και έφτασε σε μία μικρή πόρτα. Στην κλειδαριά της πόρτας ήταν τοποθετημένο ένα παλιό σκουριασμένο κλειδί. Όταν το γύρισε, άνοιξε η πόρτα και φανερώθηκε ένα δωμάτιο όπου καθόταν μία γριούλα και έγνεθε μαλλί με μια άτρακτο.

«Καλημέρα γιαγιούλα» είπε η βασιλοπούλα «τι κάνεις εκεί πέρα;» «Γνέθω» είπε η γριά και κούνησε ελαφρά το κεφάλι για να χαιρετίσει. «Τι πράγμα είναι αυτό το οποίο χοροπηδάει τόσο περίεργα;» ρώτησε το κοριτσάκι, πήρε την άτρακτο και ήθελε να μάθει να γνέθει.

Μόλις όμως την έπιασε, ενεργοποιήθηκε η μαγική ευχή και τρύπησε το δάχτυλο της.
Με το που αισθάνθηκε το τρύπημα έπεσε στο κρεβάτι το οποίο βρισκόταν στο δωμάτιο και αμέσως κοιμήθηκε βαθιά. Ο ύπνος αυτός εξαπλώθηκε σε όλο το παλάτι: ο βασιλιάς και η βασίλισσα, οι οποίοι μόλις είχαν γυρίσει στο παλάτι και μπαίνανε στην μεγάλη σάλα, άρχισαν να κοιμούνται και μαζί τους και όλοι οι αυλικοί. Ακόμη και τα άλογα στους στάβλους κοιμήθηκαν και μαζί τους τα σκυλιά στην αυλή, τα περιστέρια στη σκεπή και οι μύγες στους τοίχους. Η φωτιά που άναβε στη σόμπα έσβησε και αποκοιμήθηκε, το ψητό σταμάτησε να ψήνετε, ο μάγειρας που είχε πιάσει τον βοηθό του από τα μαλλιά επειδή είχε κάνει κάποιο λάθος, τον άφησε και αποκοιμήθηκε.

Ο αέρας ησύχασε και στα δέντρα μπροστά από το παλάτι δεν κουνιόταν πια ούτε φύλλο. Γύρω από το παλάτι όμως άρχισαν να μεγαλώνουν οι αγκαθωτοί θάμνοι χρόνο με τον χρόνο ώσπου τελικά κάλυψαν όλο το παλάτι. Τόσο πολύ μεγάλωσαν που τελικά δεν φαινόταν ούτε καν η σημαία που βρισκόταν πάνω στη σκεπή.

Στη χώρα είχε εξαπλωθεί ο μύθος της ωραίας κοιμωμένης και έτσι συχνά ερχόταν βασιλόπουλα που προσπαθούσαν να περάσουν ανάμεσα στους θάμνους.

Ωστόσο δεν κατόρθωναν να τους διαπεράσουν καθώς τα αγκάθια κρατιόταν μεταξύ τους σα να είχαν χέρια. Έτσι οι νέοι παγιδευόταν και δεν μπορούσαν πια να απομακρυνθούν με αποτέλεσμα να πεθαίνουν άδοξα.

Μετά από πολλά χρόνια ξαναήρθε ένα βασιλόπουλο στη χώρα και άκουσε από έναν γέρο να λέει για τους θάμνους με τα αγκάθια που έκρυβαν το παλάτι της ωραίας κοιμωμένης.

Ήξερε από τον παππού του ότι ήδη πολλά βασιλόπουλα πήγαν να διαπεράσουν τους θάμνους αλλά παγιδεύτηκαν από αυτούς και πέθαναν.

Τότε ο νεαρός είπε: «δεν φοβάμαι, θέλω να δω την ωραία κοιμωμένη.» Ο γέρος που του έλεγε για το παλάτι, προσπάθησε μάταια να μεταπείσει τον νεαρό αλλά αυτός δεν άκουγε τα λόγια του.

Ωστόσο είχαν ήδη περάσει τα εκατό χρόνια, και είχε έρθει η μέρα που θα έπρεπε να ξυπνήσει η βασιλοπούλα. Όταν το βασιλόπουλο πλησίασε τους θάμνους, υπήρχαν μόνο μεγάλα όμορφα λουλούδια. Τα λουλούδια παραμέρισαν από μόνα τους μόλις τα πλησίασε και τον άφησαν να περάσει χωρίς να πάθει το παραμικρό. Μόλις πέρασε ξαναενώθηκαν πίσω του σε θάμνο.

Στην αυλή είδε τα άλογα και τα κυνηγόσκυλα να είναι ξαπλωμένα και να κοιμούνται. Στη σκεπή είδε τα περιστέρια να έχουν βάλει το κεφαλάκι τους κάτω από τα φτερά τους.

Όταν μπήκε στο παλάτι οι μύγες κοιμόταν στους τοίχους, ο μάγειρας είχε ακόμη το χέρι σε θέση σαν να ήθελε να αρπάξει τον νεαρό βοηθό του, και η υπηρέτρια καθόταν στο τραπέζι έχοντας μπροστά της μία μαύρη κότα που ήθελε να ξεπουπουλίσει.

Τότε συνέχισε να περπατάει και μπήκε στη μεγάλη σάλα, όπου κοιμόταν όλοι οι αυλικοί και πάνω στον θρόνο κοιμόταν ο βασιλιάς και η βασίλισσα. Συνέχισε να περπατάει, τίποτε δεν ακουγόταν και ήταν τόση η ησυχία που άκουγε την αναπνοή του.

Τελικά έφτασε στον πύργο και άνοιξε την πόρτα για την μικρή κάμαρα στην οποία βρισκόταν η ωραία κοιμωμένη. Εκεί λοιπόν ήταν ξαπλωμένη και κοιμόταν. Η βασιλοπούλα ήταν τόσο όμορφη που ο νεαρός δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της και τελικά έσκυψε και της έδωσε ένα φιλί. Μόλις την φίλησε η κοπέλα άνοιξε τα μάτια της, ξύπνησε και κοίταξε γλυκά τον νέο.

Μετά κατέβηκαν μαζί τις σκάλες και ο ένας μετά τον άλλον ξυπνούσαν και οι υπόλοιποι, ο βασιλιάς, η βασίλισσα, όλοι οι αυλικοί και κοιτούσαν ο ένας τον άλλον απορημένοι. Τα άλογα στην αυλή ανασηκώθηκαν και κουνιότανε να ξεμουδιάσουν, τα κυνηγόσκυλα πηδούσαν και γάβγιζαν, τα περιστέρια στη σκεπή έβγαλαν τα κεφαλάκι τους από τις φτερούγες, κοίταξαν τριγύρω και άρχισαν να πετάνε, οι μύγες στους τοίχους άρχισαν να περπατάνε, η φωτιά στην κουζίνα ξαναζωντάνεψε, το φαγητό συνέχισε να ψήνεται, ο μάγειρας έδωσε μία σφαλιάρα στον βοηθό και αυτός άρχισε να φωνάζει και η υπηρέτρια συνέχισε να ξεπουπουλιάζει το κοτόπουλο.

Σύντομα ορίστηκαν οι γάμοι του βασιλόπουλου με την βασιλοπούλα και οι δυο τους έζησαν μαζί ευτυχισμένοι.

 

Спящяя красавица

Жили-были король с королевой, и каждый день они говорили: Ах, если бы у нас родился ребёнок! А детей у них не было. Но вот однажды, когда королева сидела в купальне, вылезла из воды на берег лягушка и говорит ей:
- Твоё желание исполнится. Не пройдёт и года, как ты родишь на свет дочь.

Как лягушка сказала, так и случилось - родила королева девочку. И была эта девочка такая прекрасная, что король на радостях устроил большой пир. И созвал он на этот пир не только своих родных, друзей и знакомых, но и ворожей, чтобы они были к ребёнку доброжелательны и милостивы. Но ворожей было в королевстве ровным счётом тринадцать, а золотых тарелок, на которых они должны были есть, было у короля всего лишь двенадцать. Поэтому одной из ворожей пришлось остаться дома.
Пир устроили на славу,  а когда праздник кончился,  ворожеи одарили ребёнка чудесными дарами: одна - добродетелью, другая - красотой, третья - богатством. Так они одарили его всем, что только можно пожелать на свете.

Когда одиннадцать произнесли свои пожелания, явилась вдруг тринадцатая. Ей хотелось отомстить за то, что её не пригласили на пир. Ни с кем не здороваясь, она воскликнула громким голосом:

- Когда королевне исполнится пятнадцать лет, она уколется о веретено и тут же упадёт замертво!
И, сказав это, повернулась и вышла из зала. Всех охватил ужас. Но тогда выступила двенадцатая ворожея - она не высказала ещё своего пожелания. Отменить роковое предсказание она уже не могла, но смягчила его, сказав:

- Но то будет не смерть, а глубокий сон, в который королевна погрузится на сто лет.
Король хотел уберечь свою любимую дочь от несчастья и приказал сжечь все веретена во всём королевстве.

А девочка росла, и исполнились все пожелания ворожей: она была так красива, скромна, приветлива и умна, что всякий, кто её раз увидел, должен был ее полюбить.
В тот день, когда ей исполнилось пятнадцать лет, короля и королевы не было дома, и девушка осталась в замке одна. Пошла она бродить по замку, заглядывала в комнаты и каморки, куда только ей вздумалось.

Наконец она подошла к старой башне, поднялась по узкой витой лестнице и очутилась у небольшой двери. В замке торчал ржавый ключ. Девушка повернула его - и дверь распахнулась. Видит королевна - перед ней маленькая светёлка, а в светёлке сидит у веретена старушка и прилежно прядёт пряжу.

- Здравствуй, бабушка! - сказала королевна. - Что ты тут делаешь?
- Пряжу пряду, - ответила старуха и кивнула ей головой.
- А что это у тебя тут так весело вертится? - спросила девушка, взяла веретено и хотела было тоже взяться за пряжу.

Но не успела она прикоснуться к веретену, как сбылось роковое предсказание: она уколола веретеном палец.
И в тот же миг, когда она почувствовала укол, она упала на постель, стоявшую в светёлке, и погрузилась в глубокий сон. И сон напал на всех, кто был в замке: король с королевой, которые только что вернулись домой и вошли в зал, мгновенно уснули, а с ними уснули все придворные. Уснули кони в конюшнях и собаки на дворе, голуби на крыше, мухи на стенах. Даже огонь, весело пылавший в печи, затих и потух, и жаркое перестало шипеть и поджариваться. А повар хотел было вытаскать за волосы поварёнка, за то, что тот что-то напортил, но вдруг отпустил его и уснул.

И ветер утих, и на деревьях около замка не шелохнулся ни один листочек.
А вокруг замка вырос колючий шиповник и с каждым годом поднимался всё выше и выше. Вскоре он окружил и закрыл собою весь замок, и не было видно даже флага на башне.

Но по стране пошла молва о Спящей красавице - так прозвали королевну - и время от времени наезжали туда разные королевичи и пытались пробраться через густой шиповник к замку. Но это было невозможно: колючие шипы крепко сплелись между собой, словно держась за руки. Юноши запутывались в них, не в силах были вырваться и погибали мучительной смертью.

После долгих, долгих лет в страну опять явился королевич и услыхал от одного старика про колючий шиповник, за которым будто стоит замок, а в замке вот уже сто лет спит прекрасная королевна - Спящая красавица. И спят с ней король, и королева, и все придворные.

Старик слыхал ещё от своего деда, что приходило уже немало королевичей, и все пытались пробраться сквозь шиповник, но они повисли на шипах и погибли жалкой смертью. И сказал тогда юноша:
- Я этого не боюсь. Я хочу туда отправиться и увидеть Спящую красавицу!
Напрасно добрый старик старался отговорить его. Королевич не послушался его совета.

А к тому времени как раз минуло сто лет, и настал день, когда Спящей красавице суждено было снова проснуться. Подошёл королевич к шиповнику и видит: весь он усеян прекрасными, большими цветами. А кусты сами расступались перед ним и пропускали его целого и невредимого дальше, а потом снова смыкались за ним.

На дворе замка королевич увидел коней и пятнистых гончих собак, и все они лежали и спали.
На крыше сидели голуби, спрятав головки под крыло.
Вошёл королевич в замок, видит: на стене спят мухи, а повар на кухне всё ещё держит руку в воздухе, чтобы схватить за волосы поварёнка, а повариха сидит перед чёрной курицей, которую она собиралась ощипать.

Пошёл королевич дальше и видит: в зале лежат и спят все придворные, а наверху, возле трона, лежат король с королевой. Шёл королевич всё дальше и дальше, и всюду было так тихо, что он слышал даже собственное дыхание.

Подошёл он наконец к башне, отворил дверь маленькой светёлки, в которой увидел Спящую красавицу. Она лежала там и была так прекрасна, что королевич не мог оторвать от неё глаз, наклонился над ней и поцеловал её.
Тут красавица проснулась, открыла глаза и приветливо взглянула на него.

Потом они вместе сошли вниз. И вот проснулись и король с королевой, и все придворные и посмотрели удивлённо друг на друга. А на дворе поднялись кони и стали отряхиваться, вскочили гончие собаки и замахали хвостами; голуби на крыше высунули из-под крыльев свои головки, осмотрелись вокруг и полетели в поле; а мухи стали ползать по стене, огонь на кухне вновь запылал, загорелся, стал варить еду, и жаркое опять жарилось и шипело. А повар дал поварёнку такую пощёчину, что тот завизжал, а повариха стала скорей ощипывать курицу.

А королевич с прекрасной королевной отпраздновали пышную свадьбу и жили счастливо до самой смерти.