Мифы на греческом языке

Мифы Эзопа с аудио

Индейские мифы с аудио

 

Мифы Эзопа

1   2

 

Αυτή η αλογόμυγα ήταν σαν εκείνους 
που ανακατεύονται σε ξένες υποθέσεις τάχατες πως βοηθούν 
και το μόνο που πετυχαίνουν
είναι να γίνονται ενοχλητικοί…


Το αμάξι  και η μύγα (Μύθος του Αισώπου)

Σ’έναν ανηφορικό εξοχικό δρόμο, έξι άλογα έσερναν με κόπο ένα αμάξι. Τα άλογα ήταν πολύ δυνατά, αλλά ο δρόμος ήταν άσχημος, όλο πέτρες, ο ήλιος του μεσημεριού ήταν πολύ ζεστός και το αμάξι βαρυφορτωμένο. Βλέποντας πως τα άλογα δυσκολεύονταν να ανέβουν εκείνο τον ανήφορο, όλοι οι επιβάτες κατέβηκαν από το αμάξι – κάτι γέροι, μερικές γυναίκες, ένας καλόγερος. Τα άλογα τα καημένα ξεφησούσαν, λαχάνιαζαν και ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Εκείνη την ώρα περνούσε από κει, πετώντας, μια αλογόμυγα και σκέφτηκε να δώσει κουράγιο στα άλογα. Τσιμπάει το ένα, τσιμπάει το άλλο, τσίμπησε και τα έξι άλογα, που πόνεσαν και τάχυναν το βήμα τους.

«Ας δώσω κουράγιο και στον αμαξά», σκέφτηκε η μύγα

Και πήγε και τσίμπησε και τον αμαξά, που πόνεσε και σηκώνοντας το μαστίγιό του, χτύπησε δυνατά τα άλογα, σαν να ‘φταιγαν εκείνα που τον τσίμπησε η αλογόμυγα. Τα άλογα τάχυναν πιο πολύ το βήμα τους και η αλογόμυγα ενθουσιάστηκε, γιατί πίστευε πως αυτή έκανε το αμάξι να προχωρεί.

«Κανένας τους δε με βοηθάει!» έλεγε μέσα της η αλογόμυγα.

Πραγματικά ο καλόγερος έψελνε σιγά ένα τροπάριο, μια γυναίκα σιγόψελνε μαζί του και οι άλλοι επιβάτες νύσταζαν. Τέλος το αμάξι έφτασε στην κορυφή του ανηφορικού δρόμου κι εκεί ο αμαξάς το σταμάτησε για να ανασάνουν λίγο τα άλογα, προτού πάρουν τον κατήφορο.

«Επιτέλους! Θα μπορέσω να ανασάνω κι εγώ» μουρμούρισε η αλογόμυγα, που πίστευε πάντοτε πως αυτή είχε ανεβάσει το αμάξι στην κορυφή του λόφου. «Τα άλογα πρέπει να με πληρώσουν για τον κόπο μου.»

Κι άρχισε να τα τσιμπάει ένα ένα, ρουφώντας το αίμα τους για … να πληρωθεί για τον κόπο της.
Αυτή η αλογόμυγα ήταν σαν εκείνους τους ανθρώπους που ανακατεύονται σε ξένες υποθέσεις και κάνουν το σπουδαίο, τάχατες πως βοηθούν, Και το μόνο που πετυχαίνουν είναι να γίνονται ενοχλητικοί. 

 

 

Κι έτσι ο λύκος 
δε μπόρεσε να γίνει βοσκός, 
όπως δεν μπορεί κανείς 
να γίνει τίποτε άλλο από κείνο που είναι. 

Ο λύκος που έγινε βοσκός (Μύθος του Αισώπου)

Ένας λύκος, ορεγόταν να φάει κάτι προβατάκια. Δεν μπορούσε όμως να το καταφέρει, γιατί τα πρόβατα και τα προβατάκια τα φύλαγαν ο βοσκός κι ο σκύλος του. Σκέφτηκε, σκέφτηκε ο λύκος και βρήκε και τι θα ‘κανε

«Θα ντυθώ βοσκός!» είπε μέσα του.

Πραγματικά, βρήκε μια φορεσιά βοσκού και τη φόρεσε, βρήκε και μια γκλίτσα για να στηρίζει πάνω τα μπροστινά του πόδια, όπως έβλεπε και το βοσκό να στηρίζει τα χέρια του, και πήγε κοντά στο κοπάδι. Ήταν μεσημέρι, έκανε ζέστη πολλή και το κοπάδι κοιμόταν στον ίσκιο μιας μεγάλης και φουντωτής καρυδιάς. Κοιμόταν τα πρόβατα, κοιμόταν και τα προβατάκια, κοιμόταν ο βοσκός, κοιμόταν κι ο σκύλος. Να πέσει μέσα στο κοπάδι και να αρχίσει να τρώει τα προβατάκια ο λύκος, ούτε που το αποφάσιζε. Έπρεπε να τα τραβήξει πιο πέρα, μακριά από τα πρόβατα, το σκύλο και το βοσκό και να τα φάει με την ησυχία του. Αλλά πώς να κάνει να τα τραβήξει πιο πέρα; Σκέφτηκε, σκέφτηκε ο λύκος και βρήκε τι θα ‘κανε.

«Θα τα φωνάξω, όπως τα φωνάζει ο βοσκός!»

Και άνοιξε το στόμα του για να φωνάξει τα προβατάκια. Ούρλιαξε σα λύκος που ήταν. Ξύπνησαν τα προβατάκια και τα πρόβατα φοβισμένα, ξύπνησαν και ο βοσκός κι ο σκύλος. Ο βοσκός πήρε τη γκλίτσα του κι ο σκύλος πήδησε πάνω στο λύκο και τον άρχισε από το λαιμό. Έτρεξε κι ο βοσκός κι άρχισε να χτυπάει με τη γκλίτσα του το λύκο στο κεφάλι και τον χτύπησε τόσο δυνατά και τόσο πολύ, που τον σκότωσε…

Κι έτσι ο λύκος δε μπόρεσε να γίνει βοσκός, όπως δεν μπορεί κανείς να γίνει τίποτε άλλο από κείνο που είναι.

 

1   2