Το πιο γλυκό καρβέλι

 

 Σε μια χώρα ζούσε κάποτε ένας πλούσιος άρχοντας. Είχε τα καλά όλου του κόσμου, γι’αυτό οι άνθρωποι τον θεωρούσαν ευτυχισμένο και χαρούμενο. Έτρωγε ό,τι το πιο εκλεκτό, έπινε τα πιο σπάνια κρασιά. Μάγειροι απ’την Ανατολή και τη Δύση του έφτιαχναν τα ωραιότερα φαγητά και γλυκίσματα.

Ξαφνικά μια μέρα παραπονέθηκε ότι πονά σ’όλο του το σώμα. Η όρεξη του κόπηκε και δεν ήθελε τίποτε να φάει και να πιει.
Γιατροί από την Ανατολή και τη Δύση ήρθαν να τον δουν και να τον γιατρέψουν. Όλο το αρχοντικό ήταν ανάστατο. Προσπαθούσαν να του βρουν ό,τι το καλύτερο, ό,τι το ωραιότερο, για να φάει και να πιει. Εκείνος τίποτε δεν ήθελε να βάλει στο στόμα του. Έτσι μέρα με τη μέρα αδυνάτιζε και είχε γίνει πετσί και κόκαλο.

Μια μέρα πέρασε έξω από τ’αρχοντόσπιτο ένας γέροντας, που πουλούσε γιατροσόφια και φώναζε:
-Έχω και πουλώ αγριόχορτο θαυματουργό για τον πονοκέφαλο. Έχω και πουλώ αγριομανιτάρια για τον πονόδοντο. Έχω και πουλώ πολλά βότανα και γιατροσόφια.

Τον άκουσε μια υπηρέτρια, τρέχει και το λέει στις άλλες. Τότε όλες οι υπηρέτριες πήγαν κοντά στον πλούσιο άρχοντα και του είπαν:

-Άρχοντα μας, έξω από τ’αρχοντόσπιτό σου περνά ένας γέροντας, που πουλάει γιατροσόφια.
-Φωνάξτε τον, να’ρθει να με δει και να μου πει τη γνώμη του.

καρβέλι, το - буханка хлеба; хлеб,
άρχοντας, ο - барин; богач; властелин
θεωρώ - считать, полагать,
χαρούμενος, η, о - радостный; счастливый
εκλεκτός, ή, ό - выбранный, отобранный, избранный
σπάνιος, α, о [ία] - редкий, редкостный
μάγειρας, ο - повар
Ανατολή - восток
Δύση - запад
φτιάνω - делать, изготовлять
γλυκίσματα - сласти, кондитерские изделия
παραπονέθηκε, παραπονιέμαι - жаловаться
κόβω (παθ. αόρ. κόπηκα)
κόβω την όρεξη - отбивать аппетит
ανάστατος, η, о - перевёрнутый вверх дном, приведённый в беспорядок
πετσί και κόκαλο - кожа да кости
γιατροσόφι το - снадобье
θαυματουργός, ή, ό - чудотворный, чудодейственный
βοτάνι, το - лекарственное растение, лекарственная трава
υπηρέτρια η - служанка

 

Πράγματι, ο γερο - πραματευτής μπήκε στο αρχοντικό κρατώντας τα σακούλια με τα γιατροσόφια του.
Στάθηκε με σεβασμό μπροστά στον άρχοντα και τον ρώτησε:
-Άρχοντα μου, μήπως κουράζεσαι;
-Όχι, γέροντα μου. Είμαι τόσο πλούσιος που δεν σηκώνομαι απ’το κρεβάτι ή την καρέκλα μου, παρά μόνο όταν πάω για φαϊ, διασκέδαση και ψυχαγωγικό κυνήγι.
-Μήπως έχεις έγνοιες και σκοτούρες με το υπηρετικό προσωπικό;
-Καμιά, όλοι με περιποιούνται και με υπολογίζουν.
-Μήπως αγαπάς κάποια πανέμορφη κόρη κι εκείνη δε σε θέλει;
-Δεν έχω τέτοιους καημούς και πόνους. Οι ομορφότερες αρχοντοπούλες και πριγκιποπούλες της Ανατολής και της Δύσης μ’αγαπούν και τ’όνειρο τους είναι να γίνω ο άντρας της ζωής τους.

Ο γερο-πραματευτής σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε και τον ρώτησε:
-Δε μου λες, άρχοντα μου, μήπως έχεις καμιά κρυφή και σπάνια επιθυμία, που δεν μπορεί κανείς να σου την εκπληρώσει;
-Όχι, και πάλι σου λέω όχι! Τα πάντα είναι στη διάθεση μου.
-Καθώς βλέπω, άρχοντα μου, δεν έχεις τίποτε το σοβαρό. Να σε ρωτήσω κάτι ακόμη. Τρως ψωμί;
-Ναι, ο ζυμωτής του αρχοντικού μου ζυμώνει ψωμί, αλλά δεν τρώγω, παρά μόνο δυο τρεις φέτες.
-Να διατάξεις να σου φτιάξουν το πιο γλυκό καρβέλι του κόσμου.
Στη στιγμή αναστατώθηκε το αρχοντικό. Ζύμωναν, ξεζύμωναν. Έβαλαν μέσα στο ζυμάρι, την ώρα που το δούλευαν, ανθόγαλο, ροδόνερο, μέλι και τα πιο σπάνια μυρωδικά της Ανατολής και της Δύσης. Του πήγαν μπροστά του τα πιο λαχταριστά, τα πιο νόστιμα και μυρωδάτα καρβέλια του κόσμου. Ο άρχοντας έκοβε μια φέτα, έτρωγε μια μπουκιά και μετά τ’άφηνε. Θυμωμένος φώναξε:
-Θα τον κρεμάσω το γερο - ψεύτη. Φωνάξτε τον, να τον τιμωρήσω.

πραματευτής, ο - торговец вразнос, лоточник;
σεβασμός, ο - почёт; уважение
διασκέδαση, η - развлечение;
ψυχαγωγικός, ή, ό - 1) развлекательный; 2) забавный
κυνήγι, το - охота
έγνοια, η - забота, попечение
σκοτούρα η - (чаще πλ.) беспокойства, хлопоты; суетня, беготня
υπηρετικός, ή, ό - обслуживающий
υπηρετικό προσωπικό - обслуживающий персонал; прислуга (собир.)
περιποιούμαι - ухаживать, заботиться; окружать вниманием
υπολογίζω - считаться (с кем-чем-л.)
επιθυμία, η - желание, охота; стремление
εκπληρώνω - выполнять, исполнять
διάθεση, η - настроение
στη διάθεση μου - иметь (кого-л.) в своём распоряжении
ζυμωτής, ο - тестомес;
ζυμώνω - месить, замешивать (тесто)
φέτα, η - ломтик
διατάζω (αόρ. διάταξα) - приказывать,
αναστατώνω - 1) переворачивать всё вверх дном; 2) вызывать суматоху
ανθόγαλα, το - сливки
ροδόνερο, το - розовая вода
μυρωδικό, το - пряности
λαχταριστός, ή, ό - зд. аппетитный
λαχταριστά - с наслаждением, с жадностью
τρώγω λαχταριστά - есть с наслаждением, лакомиться едой
νόστιμος, η, ο - вкусный
μυρωδάτος, η, ο - благоухающий, ароматный
κρεμάσω - κρεμώ - вешать, казнить через повешение
ψεύτης, ο - лгун
τιμωρω - наказывать

 

Οι υπηρέτες έφεραν το γέρο με τη βία και τις φοβέρες στον άρχοντα.
-Ψευτοσοφέ, με κορόϊδεψες! Το ψωμί, που είπες να μου φτιάξουν, ήταν άνοστο, χωρίς καθόλου γλυκιά γεύση. Θα σε ρίξω στα μπουντρούμια! Το ψωμί σου δε με γιάτρεψε.

Ο γέρος στάθηκε για λίγο συλλογισμένος και του απάντησε:
-Άρχοντα μου, δυστυχώς δεν ξέρουν εδώ μέσα να φτιάχνουν γλυκό ψωμί. Έλα μαζί μου και θα φας το πιο γευστικό καρβέλι του κόσμου. Εγώ θα σε γιατρέψω κι ας με φοβερίζεις εσύ. Έλα για λίγες μέρες μαζί μου κι αν δε σε κάνω καλά, τότε να μου κόψεις το κεφάλι. Μόνο να βάλεις ρούχα της δουλειάς.
-Καλά, γερο - παράξενε, θα’ρθω μαζί σου, είπε ο άρχοντας.

Έτσι το άλλο πρωινό ο άρχοντας κι ο γέρος ξεκίνησαν. Περπατούσαν, περπατούσαν μια ολόκληρη μέρα. Μετά από λίγο έφτασαν σ’ένα χωράφι σπαρμένο με σιτάρι. Πάνω σε μια μεγάλη πέτρα υπήρχαν δυο δρεπάνια.
-Έλα, άρχοντα μου, πιάσε κι εσύ ένα δρεπάνι κι άρχισε να θερίζεις.
Πράγματι, ο άρχοντας πήρε το δρεπάνι και βάλθηκε να θερίζει μαζί με το γέρο. Ως το βράδυ είχαν θερίσει καμιά πενηνταριά δεμάτια.

Την άλλη μέρα τα κιτρινισμένα στάχυα είχαν ξεραθεί και ο γέρος είπε στον άρχοντα:
-Καιρός τώρα να τ’αλωνίσουμε.
Κουβάλησε στην πλάτη του ο άρχοντας σχεδόν όλα τα δεμάτια και τα πήγε στ’αλώνι. Εκεί μαζί με το γέρο άρχισαν ν’αλωνίζουν μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού. Ολημερίς ήταν χωρίς νερό και φαϊ. Το αποβραδο πέσανε νηστικοί να κοιμηθούνε πάνω στ’αγριόχορτα.

μπουντρούμι, το - темница, каземат
συλλογίζομαι - думать, размышлять, задумываться
φοβερίζω - угрожать (кому-л.); запугивать (кого-л.)
παραξενευτώ - вызывать удивление (у кого-л.)
χωράφι, το - поле; нива
σπαρμένος, η, ο - засеянный
σιτάρι το - 1) пшеница; 2) πλ. хлеба, зерновые
δρεπάνι, το - коса; серп
θερίζω - жать; косить
καμιά πενηνταριά - около пятидесяти
δεμάτι, το - вязанка; сноп (травы, цветов)
κίτρινος, η, о - жёлтый,
στάχια - снопы
ξεραίνω (αόρ. ξέρανα) - сушить, высушивать (сено, фрукты и т. п.)
αλωνίζω - молотить, обмолачивать
κουβαλώ, ~άω   - таскать (разг.), переносить (в другое место)
πέφτω (αόρ. έπεσα) - падать, валиться
νηστικός, ή и ιά, ό - голодный; ничего не евший
κοιμούμαι - спать

Την τρίτη μέρα πήρανε το σιτάρι απ’τ’αλώνι. Μια και δυο ανεβήκανε στην κορυφή του βουνού, που ήταν ο ανεμόμυλος. Άλεσαν το σιτάρι, ενώ ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι απ’το μέτωπο του άρχοντα.
-Πεινάω, γέροντα μου, πεινάω και διψάω! Θα πέσω κάτω απ’την πείνα και τη δίψα!
-Κάνε λίγη υπομονή, του απάντησε ο γέροντας.
Πήγαινε να μαζέψεις ξύλα, ν’ανάψουμε το φούρνο.
Πήγε ο άρχοντας, έφερε τα ξύλα κι άναψε φωτιά.
-Πεινάω, γέροντα μου, πεινάω και διψάω! ξαναείπε ο άρχοντας.
-Έλα τώρα, ζύμωσε γρήγορα το ψωμί και ρίξ’το στο φούρνο.

Σαν τρελός ο άρχοντας άρχισε να ζυμώνει.
Σαν την αστραπή έριξε το πλασμένο καρβέλι στον αναμμένο φούρνο.
Ώσπου να γίνει το ψωμί, σήκωσε έναν κουβά με νερό. Το ήπιε μονορούφι και παρά λίγο να σκάσει. Έπειτα άνοιξε το φούρνο και ξεφώνησε απ’τη χαρά του:
-Τι ωραίο καρβέλι! Πώς μοσχομυρίζει. Τ’άρπαξε στα χέρια του κι άρχισε να τρώει με λαιμαργία.
-Τι γλυκό ψωμί! Τι μυρωδάτο ψωμί! Νοστιμότερο δεν υπάρχει στον κόσμο, έλεγε και ξανάλεγε ο άρχοντας.
Από μια γωνιά ο γερο-σοφός τον κοίταζε και γελώντας του είπε:
-Είναι γλυκό και μυρωδάτο, γιατί είναι φτιαγμένο απ’τον κόπο σου.

Από τότε ο άρχοντας έγινε καλά, ήταν ευτυχισμένος και δεν γκρίνιαζε πια. Όλα γύρω του φαίνονταν ωραία, γιατί έμαθε ότι η δουλειά είναι υγεία και η τεμπελιά αρρώστια.

ανεμόμυλος, ο   - ветряная мельница
αλέθω (άόρ. άλεσα) - молоть, перемалывать
ποτάμι, το - река
μέτωπο, το - лоб
υπομονή, η - терпение
κάνω υπομονή - терпеть
ανάβω (αόρ. άναψα) - разжигать (дрова)
φούρνος, ο - печь
αστραπή, η - молния
σαν αστραπή - с быстротой молнии, молниеносно
πλασμένο - замешаный
αναμμένος, η, о - зажжённый; горящий, пылающий
κουβάς, ο - ведро
μονορρούφι - одним глотком, залпом
σκάζω (αόρ. έσκασα) - зд. лопаться
μοσχομυρωδάτος, η, о - душистый, ароматный
λαιμαργία, η - обжорство, прожорливость; ненасытность
κόπος, ο - труд, усилие
γκρινιάζω (αόρ. γκρίνιασα) - ныть, хныкать
τεμπελιά, η - лень
αρρώστια, η - болезнь

- Τέλος -