Притчи

Здесь будут собираться притчи на греческом и русском языках, для некоторых будет перевод, для других соответствующая притча на русском языке, зная смысл Вам будет интереснее переводить самим.

 

Δυο άγγελοι-οδοιπόροι βρήκαν για διανυκτέρευση ένα πλούσιο σπίτι. Οι οικογένεια ήταν αφιλόξενη και τους επισκέπτες έστειλαν να κοιμηθούν σ’ ένα μικρό δωμάτιο στο υπόγειο. Εκεί ο πρεσβύτερος άγγελος είδε στον τοίχο μια τρύπα και την έκλεισε, και όταν ο νεότερος άγγελος ρώτησε γιατί το έκανε, ο πρεσβύτερος απάντησε:

– Δεν είναι έτσι τα πράγματα όπως φαίνονται.

Την άλλη μέρα το κατάλυμα βρήκαν στο σπίτι μιας φτωχής, αλλά πολύ φιλόξενης οικογένειας. Οι σύζυγοι μοίρασαν μαζί με τους αγγέλους το λίγο φαγητό τους και προσέφεραν το κρεβάτι τους. Το πρωί όταν οι άγγελοι ξύπνησαν βρήκαν τον νοικοκύρη και την γυναίκα του να κλαίνε. Η μοναδική αγελάδα που τους ταΐζε με το γάλα της ήταν νεκρή. Ο νεαρός άγγελος με απορία ρώτησε τον πρεσβύτερο:

– Είναι άδικο αυτό που έγινε! Η πρώτη οικογένεια έχει τα πάντα, αλλά εσύ τους βοήθησες. Η άλλη οικογένεια είχε πολύ λίγα, αλλά τα προσέφερε απλόχερα, ενώ εσύ επέτρεψες να χάνουν την αγελάδα τους. Γιατί;

– Δεν είναι έτσι τα πράγματα όπως φαίνονται, απάντησε ο πρεσβύτερος άγγελος, όταν ήμασταν στον υπόγειο είδα πως πίσω από την τρύπα κρυβόταν θησαυρός απο χρυσό. Εγώ διόρθωσα τον τοίχο να μην τον βρει ο πλούσιος που δεν ξέρει να προσφέρει καλοσύνη. Όμως την περασμένη νύχτα το σπίτι της φτωχής οικογένειας επισκέφθηκε ο άγγελος του θανάτου για να πάρει τη γυναίκα του νοικοκύρη. Εγώ τον έπεισα να πάρει την αγελάδα. Δεν είναι έτσι τα πράγματα όπως φαίνονται. Οι άνθρωποι ποτέ δεν ξέρουν όλη την αλήθεια, ποτέ δεν είναι ικανή να αναγνωρίζουν τι τους έχει συμβεί, το καλό ή το κακό.

Γι’ αυτό πρέπει την κάθε στιγμή της ζωής, το κάθε τι που αντιμετωπίζουν να δέχονται ως δώρο.

                 

Ένας δόκιμος μοναχός πήγε στον Ηγούμενο Μακάριο, ζητώντας συμβουλή για τον καλύτερο τρόπο να ευχαριστήσεις τον Θεό.
- Πήγαινε στο νεκροταφείο και πρόσβαλε τους νεκρούς - είπε ο Μακάριος.
Ο αδελφός έκανε όπως του είπε. Την επόμενη μέρα επέστρεψε στον Μακάριο.
- Απάντησαν;- ρώτησε ο Ηγούμενος.
Ο δόκιμος μοναχός είπε όχι, δεν απάντησαν.
- Τότε πήγαινε σε αυτούς, και παίνεψέ τους.
Ο δόκιμος μοναχός υπάκουσε. Το ίδιο απόγευμα, επέστρεψε στον Ηγούμενο, που πάλι, ήθελε να ξέρει αν οι νεκροί απάντησαν.
- Όχι - είπε ο δόκιμος μοναχός.
- Για να ευχαριστήσεις το Θεό, να συμπεριφέρεσαι όπως αυτοί - είπε ο Μακάριος. Να μην λαμβάνεις υπ'όψιν τις προσβολές των ανδρών, ούτε τους επαίνους τους: κατ' αυτόν τον τρόπο, θα χαράξεις το δικό σου μονοπάτι.

Paulo Coelho - Ο τρόπος για να ευχαριστήσεις το Θεό.

   

Κάποιος γυρίζει από το Μαρόκκο και μου λέει μία περίεργη ιστορία για το πώς βλέπουν ορισμένες φυλές το προπατορικό αμάρτημα.
Η Εύα περπατούσε στον κήπο της Εδέμ όταν το φίδι σύρθηκε κοντά της.
"Φάε αυτό το μήλο", είπε το φίδι.
Η Εύα, τηρώντας την εντολή του Θεού, αρνήθηκε.
"Φάε αυτό το μήλο", επέμεινε το φίδι, "γιατί πρέπει να γίνεις πιο όμορφη για τον άντρα σου".
"Δεν χρειάζεται", είπε η Εύα, "γιατί δεν έχει καμία άλλη γυναίκα εκτός από μένα¨.
Το φίδι γέλασε:
"Φυσικά και έχει".
Και καθώς η Εύα δεν τον πίστευε, την πήγε στην κορυφή ενός λόφου όπου βρισκόταν ένα πηγάδι.
"Η γυναίκα βρίσκεται μέσα σε αυτή την σπηλιά. Ο Αδάμ την έκρυψε εδώ".
Η Εύα έσκυψε πάνω από το πηγάδι και είδε μια όμορφη γυναίκα να αντικατοπτρίζεται στο νερό του πηγαδιού. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, σε εκείνο το σημείο, έφαγε το μήλο που της πρόσφερε το φίδι.
Σύμφωνα με την ίδια φυλή από το Μαρόκκο, όσοι αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στην αντικατόπτριση του πηγαδιού και δεν φοβούνται πλέον τους εαυτούς τους, επιστρέφουν στον Παράδεισο.

Paulo Coelho - Κάποιος γυρίζει από το Μαρόκκο

   

Πως μπορείτε να κρίνετε!

Κάποτε, παλιά, σ' ένα χωριό ζούσε ένας γέρος. Ήταν πολύ φτωχός, αλλά τον ζήλευαν οι Βασιλιάδες, γιατί είχε ένα ωραίο άσπρο άλογο. Ποτέ κανένας δεν είδε παρόμοιο άτι, τόσο όμορφο και δυνατό. Οι Βασιλιάδες και οι πιο πλούσιοι άνθρωποι της χώρας πρότειναν στο γέρο τα πάντα για ν' αγοράσουν το άλογο, όμως ο γέρος έλεγε:

- Αυτό το άλογο έχει πρόσωπο, είναι ο φίλος μου. Είναι δυνατόν να πουλήσω τον φίλο μου;
Και αν η φτώχια του ήταν μεγάλη και οι πειρασμοί αμέτρητοι, ο γέρος δεν ήθελε να πουλήσει το άλογο.
Μια μέρα το πρωί, ο γέρος μπήκε στο παχνί και δεν βρήκε το άλογό του. Μαζεύτηκε όλο το χωριό και όλοι μαζί φώναζαν:

- Είσαι ανόητος! Δε σου λέγαμε ότι μια μέρα θα κλέψουν το άλογό σου; Με τόσες ανάγκες να κρατάς τέτοιο θησαυρό!…Αν το πουλούσες, θα είχες όσα λεφτά ήθελες. Τι δυστυχία!
Ο γέρος είπε:
- Μην υπερβάλετε! Ναι, είναι γεγονός ότι το άλογο δεν είναι μέσα στην παχνί, όλα τ' άλλα είναι λόγια του αέρα, ευτυχία, δυστυχία… Πώς το ξέρετε; Πώς μπορείτε να κρίνετε;

Οι άνθρωποι γελούσαν και κορόιδευαν το γέρο. Όλοι νόμισαν πως ο γέρος τρελάθηκε από τη δυστυχία. Και πριν οι χωριανοί υποψιάζονταν πως ο γέρος δεν είναι καλά. Αν ήταν άλλος στη θέση του, από καιρό θα πουλούσε το άτι του και θα ζούσε σαν Βασιλιάς.

Αλλά, ύστερα από δυο βδομάδες, το άτι επέστρεψε και έφερε μαζί του άλλα δώδεκα άγρια άλογα. Και ξανά μαζεύτηκε ο κόσμος και όλοι φώναζαν:
- Άλλα δώδεκα άλογα! Ολόκληρη περιουσία! Τι μεγάλη ευτυχία! Ναι, γέρο είχες δίκιο, εμείς είμαστε βλάκες! Συγνώμη!

Ο γέρος απάντησε:
- Τι πάθατε εσείς οι άνθρωποι; Ναι, επέστρεψε το άτι μου. Ναι, έφερε μαζί του και άλλα άλογα. Ευτυχία ή δυστυχία, πώς το ξέρετε; Είναι ένα μικρό επεισόδιο. Διαβάσατε από το βιβλίο μόνο μια σελίδα, πώς μπορείτε να κρίνετε όλο το βιβλίο;
Δεν απάντησαν οι χωριανοί στον γέρο μήπως είχε δίκιο και τώρα. Γι' αυτό σιώπησαν, ενώ κατά βάθος της ψυχής τους ήξεραν καλά, πως είναι απέραντη ευτυχία δώδεκα άλογα! Αν επιθυμούσε, μπορούσε σε μια στιγμή να τα μετατρέψει σε αμύθητο πλούτο!

Ο γέρος είχε έναν νεαρό γιο κι εκείνος άρχισε να δαμάζει τα άγρια άλογα, όμως ύστερα από δυο βδομάδες έπεσε από το άλογο και έσπασε το πόδι του. Ξαναήρθαν οι άνθρωποι και -οι άνθρωποι παντού είναι ίδιοι- άρχισαν να κρίνουν:
- Ναι, είπανε στον γέρο, κι άλλη μια φορά είχες δίκιο. Είναι δυστυχία ο μοναδικός γιος σου να σπάσει το πόδι του. Είχες μια υποστήριξη στα γηρατειά σου. Τώρα τι θα κάνεις καημένε;

Ο γέρος τους είπε:
- Ξανά κρίνετε; Γιατί βιάζεστε; Πέστε απλά πως ο γιος μου έσπασε το πόδι του. Δε μπορείτε να έχετε γνώμη για το τι είναι αυτό, δυστυχία ή ευτυχία. Η ζωή έχει ανεβοκατεβάσματα και μπορείς να κρίνεις μόνο στο τέλος της.

Μετά από μερικές μέρες επιτέθηκε στη χώρα ο εχθρός, άρχισε ο πόλεμος και όλα τα παιδιά πήγανε στο στρατό. Και μόνο ο γιος του γέρου έμεινε γιατί δεν μπορούσε να περπατήσει. Και ξανά οι άνθρωποι έκλαιγαν και φώναζαν. Από κάθε σπίτι έφυγαν οι άνδρες και τα παιδιά και δεν υπήρχε ελπίδα πως θα επιστρέψουν, γιατί ο εχθρός ήταν πολύ πιο δυνατός και η μάχη ήταν δεδομένο ότι θα χαθεί. Και ποτέ τα παιδιά δεν θα επέστρεφαν στα χωριά τους!

Όλο το χωριό ήδη πενθούσε τα παιδιά του. Και ήρθανε οι άνθρωποι στον γέρο και του είπανε:
- Να μας συγχωρείς, γέρο! Ο Θεός βλέπει πως ξανά είχες δίκιο. Ήταν ευλογία το πέσιμο του παιδιού σου από το άλογο. Αν και ανάπηρος, είναι όμως μαζί σου, ενώ τα δικά μας παιδιά έφυγαν για πάντα! Ο γιος σου έμεινε ζωντανός και σε λίγο ίσως θ' αρχίσει να περπατάει. Καλύτερα κουτσός και ζωντανός!
Και είπε ο γέρος:

- Είστε αδιόρθωτοι εσείς οι άνθρωποι. Ξανά συνεχίζετε να κρίνετε και να έχετε γνώμη για πράγματα που δεν μπορεί να ξέρει ο θνητός. Βέβαια, πήρανε στον πόλεμο τα παιδιά σας με τη βία, ενώ ο δικός μου έμεινε μαζί μου. Αλλά κανένας δεν ξέρει, τι είναι αυτό, ευλογία ή δυστυχία. Μόνο ο Θεός ξέρει.