Выдающиеся греческие поэты

Κωστής Παλαμάς   Паламас Костис

Паламас Костис (1859, Патры -.1943, Афины), греческий поэт. Изучал право в Афинском университете. Член Афинской АН (с 1926). В течение многих лет был редактором газет, сотрудничал в журналах, публикуя сатирические стихи, выступая в защиту народного языка и национального духа в литературе. В 1886 опубликовал первый сборник стихов «Песни моей родины». В творчестве П. (сборники «Ямбы и анапесты», 1897; «Сатирические этюды», 1912; «Сонеты», 1919, и др.; поэмы «Двенадцать песен Цыгана», 1907, и др.; «Рассказы», 1920) нашли выражение обще-гуманистические и революционно-демократические идеалы конца 19 -начала 20 вв.

 

http://www.vekperevoda.com/1930/matveeva.htm - переводы Новеллы Матвеевой

 

Μια πίκρα

 

Τα πρώτα μου χρόνια τ’ αξέχαστα τάζησα
κοντά στ’ ακρογιάλι,
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατειά, τη μεγάλη.

Και κάθε φορά που μπροστά μου η πρωτάνθιστη
ζωούλα προβάλλει,
και βλέπω τα ονείρατα κι’ ακούω τα μιλήματα
των πρώτων μου χρόνων κοντά στ’ ακρογιάλι,
στενάζει, καρδιά μου, το ίδιο αναστέναγμα:
Να ζούσα και πάλι

Στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στην θάλασσα εκεί την πλατειά, τη μεγάλη.
Μια μένα είν’ η μοίρα μου, μια μένα είν’ η χάρη μου,
δεν γνώρισα κι άλλη:
Μια θάλασσα μέσα μου σα λίμνη γλυκόστρωτη
και σαν ωκεανός ανοιχτή και μεγάλη.

Και να! μες τον ύπνο μου την έφερε τ'όνειρο
κοντά μου και πάλι
τη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
τη θάλασσα εκεί την πλατειά, τη μεγάλη.

Κι εμέ, τρισαλίμονο! μια πίκρα με πίκρανε,
μια πίκρα μεγάλη,
και δε μου τη γλύκαινες, πανώριο ξαγνάντεμα
της πρώτης λαχτάρας μου, καλό μου ακρογιάλι.

Ποια τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου
και ποια ανεμοζάλη,
που δεν μου την κοίμιζες και δεν την ανάπαυες,
πανώριο ξαγνάντεμα, κοντά στ’ ακρογιάλι,
Μια πίκρα είν’ αμίλητη, μια πίκρα είν’ ανεξήγητη,
μια πίκρα μεγάλη,
η πίκρα που είν’ άσβηστη και μες τον παράδεισο
των πρώτων μας χρόνων κοντά στ’ ακρογιάλι.

 

 

 

ΑΓΑΠΩ

Περδικόστηθη Tσιγγάνα,
ω μαγεύτρα, που μιλείς
τα μεσάνυχτα προς τ' άστρα
γλώσσα προσταγής,

που μιλώντας γιγαντεύεις
και τους κόσμους ξεπερνάς
και τ' αστέρια σού φορούνε
μια κορώνα ξωτικιάς!

Σφίξε γύρω μου τη ζώνη
των αντρίκειω σου χεριών·
είμαι ο μάγος της αγάπης,
μάγισσα των αστεριών.

Mάθε με πώς να κατέχω
τα γραφτά θνητών κ' εθνών,
πώς τ' απόκρυφα των κύκλων
και των ουρανών·

πώς να φέρνω αναστημένους
σε καθρέφτες μαγικούς
τις πεντάμορφες του κόσμου
κι όλους τους καιρούς·

πώς, υπάκουους τους δαιμόνους,
τους λαούς των ξωτικών,
στους χρυσούς να δένω γύρους
των δαχτυλιδιών,

καθώς δένω και το Λόγο,
δαίμονα και ξωτικό,
στο χρυσό το δαχτυλίδι,
στο Pυθμό·

πώς με βούλλα σολομώντεια
να σφραγίζω και να κλειώ
τα μεγάλα τα τελώνια
σε γυαλί στενό,

και στη θάλασσα να ρίχνω
το γυαλί, και να γυρνά
μέσ' στην άβυσσο το ό,τι είναι
με την άβυσσο γενιά.

(Έτσι κι άλλο ένα τελώνιο,
έτσι και η τρανή Ψυχή
στου κορμιού φυλακισμένη
το στενό γυαλί,

μέσ' στη θάλασσα της Σκέψης
άθλια πεταχτή
ζη κ' εκεί σα στην πατρίδα,
σάμπως μια άβυσσο κι αυτή).

Mάθε με όλα να διαβάζω
τα υπερκόσμια μυστικά
στο σκολιό της αγκαλιάς σου
μέσα στα φιλιά.

Kι όλα γύρω μου τα πάντα
παντογνώστρα σε μηνάν·
μόνο κάτι ακόμα λείπει...
νά με! Eγώ κ' εσύ, το Παν!

Γιατί κάτι ξέρω, κάτι
να σου δώσω έχω κ' εγώ·
άδεια στέκεται μια στάμνα
στο βαθύ μπροστά νερό,

και θα στη γιομίσω. Ξέρω
την πανώρια μουσική·
θα τη ζήσης θεία μαζί μου
στο δικό μου το βιολί.

Σάρκα η μουσική θα γίνη
με την πλάστρα μας φωτιά,
κι από μας θα γεννηθούνε
τ' αψεγάδιαστα παιδιά,

που όμοια τους θα σπείρουν κι άλλα,
κι ό,τι γύρω τους αχνό,
άρρωστο, άσκημο, θα ρέψη
στον αφανισμό.

Tης χαράς θα λάμψη ο Nόμος
που προστάζει, βασιλιάς:
"φτάνει να είσαι από υγεία
κι από δύναμη· νικάς!"

Kι ο άνθρωπος μέσα στα θάμπη
της ακέριας νέας ζωής
θα είναι πάντα ή κυβερνήτης
ή τραγουδιστής.

Ω φωλιές! Ω αηδόνια! Πάνε
τ' άμοιαστα και τα πεζά,
πέτρα ακύλιστη σκεπάζει
πεθαμένη τη Σκλαβιά

Στερνοπαίδι αγάλια αγάλια
θα προβάλη και θα βγή
πλάσμα ακόμα πιο γιομάτο,
νόημα πιο βαθύ.

Kι ο A ρ χ ο ν τ ά ν θ ρ ω π ο ς θα νάβγη,
που η ρομφαία του κι αυτή
θα φαντάζη σαν κιθάρα
παναρμονική.

Kι ο άνθρωπος ο βαριομοίρης
ο ιδροκόπος δουλευτής
ο άπλερος που παραδέρνει
δούλος ή βασανιστής,

και ή βασανιστής ή δούλος,
αμολόητα και σκληρά
μύριους τύραννους γρικάει
μέσ' στα σωθικά,

κι ο άνθρωπος ο βαριομοίρης
θα υψωθή θριαμβευτής
σε μια γη πλατιά προφήτης
μιας πλατύτερης ψυχής.

Δε γνωρίζω από θρησκείες,
μήτε σκύβω σε θεούς,
γνωριμιά μου εσύ και πίστη!
Πήρα αράδα τους ναούς,

γύμνωσα το εικονοστάσι
βέβηλα και το βωμό,
λείψαν' άγια, τίμια ξύλα,
κάθε πρόσφορο ιερό,

δισκοπότηρα, λαμπάδες,
όλα τ' άγια της καρδιάς,
όλα στάρριξα σαν άνθια,
για να τα πατάς!

...Eίπα, κι άκουσες, και γέρνεις...
Tρισαλιά μου, ω τρισαλιά,
στο σκολιό της αγκαλιάς σου
μ' όλα τα φιλιά!

Περδικόστηθη Tσιγγάνα,
ω μαγεύτρα, που μιλείς
τα μεσάνυχτα προς τ' άστρα
γλώσσα προσταγής!

Στα μεστά στα νικηφόρα
στήθια σου ηύρα μοναχά
της γυναίκας την απάτη
και της σάρκας τη σκλαβιά,

κι αχαμνή πλανεύτρα αγάπη
κ' έν' αρρωστημένο φως
και το λίγωμα που λιώνει
το κορμί του καθενός.

Mέσα μου κι αν να σαλεύη
άκουα κάτι σα φτερό,
με τ' αντρίκεια σου τα χέρια
σύντριψες και το φτερό.

Ω που αγνάντια και μακριά μου
τα μεσάνυχτα μιλείς
προς τ' αστέρια, προς τα πάντα,
γλώσσα προσταγής,

κι όντας μέσ' στην αγκαλιά σου
σφιχτοκλής με ερωτική,
ω γυναίκα, εσύ σαν όλες,
ψεύτρα, σκλάβα! Ποια είσ' εσύ;..