Η τριανταφυλλιά και ο βασιλιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σ' ενα μακρινό χωριό των Ιωαννίνων, ζούσε ένας βασιλιάς. Αυτός ο βασιλιάς αγαπούσε πολύ τις τριανταφυλλιές. Είχε όμως μια ιδιαίτερη αδυναμία. Λάτρευε μια τριανταφυλλιά που ήταν στη μέση του κήπου και έκανε βυσιννιά, ευωδιαστά, βελούδινα ρόδα.

Κάθε μέρα μόλις ξυπνούσε ο βασιλιάς πρώτη του δουλειά ήταν να κατέβει στον κήπο. Θαύμαζε από κοντά την αγαπημένη του κι έβρισκε ευκαιρία να της σιγοψυθυρίσει:

- Πόσο πολύ σ' αγαπώ γλυκιά μου! θέλω να είσαι πάντα όμορφη και μυρωδάτη.

΄Ομως ο βασιλιάς ήταν προβληματισμένος γιατί νόμιζε ότι την ενοχλούν οι μέλισσες και οι πεταλούδες που βούιζαν και τρυγούσαν το νέκταρ της. ΄Εμεινε νύχτες ξύπνιος να σκέφτεται τί μπορεί να κάνει για τη μικρή του τριανταφυλλιά. ΄Ωσπου μια μέρα πήρε τη μεγάλη απόφαση. Θα τη φιλοξενούσε για πάντα δίπλα του, στο πανέμορφο δωμάτιό του. Μια και δυο λοιπόν, διέταξε τον πιστό του κηπουρό να την φέρει στο παλάτι. ΄Ετσι κι έγινε. Πολύ γρήγορα η τριανταφυλλιά βρισκόταν μέσα σε μια γλάστρα στο βασιλικό δωμάτιο.

- Τώρα πια τίποτα δεν θα σ' ενοχλεί. Θα είμαστε δίπλα δίπλα και ότι χρειαστείς θα στο προσφέρω αμέσως εγώ, σκέφτηκε ο βασιλιάς.

Η επόμενη μέρα βρήκε την τριανταφυλλιά να ξυπνά και να προσπαθεί να προσαρμοστεί στο καινούργιο της περιβάλλον. Κοίταξε δεξιά και αριστερά προσπαθώντας να βρει τους φίλους της, τ' άλλα λουλούδια. Μάταια όμως. Αυτό που είδε ήταν άγνωστα σ' εκείνη αντικείμενα, κι ένα φωτεινό παράθυρο με θέα τον κήπο. Τεντώθηκε λίγο και κοίταξε έξω. Είδε τους φίλους της και ήταν όλοι μαζί. Πόσο πολύ λυπήθηκε που δεν ήταν και εκείνη μαζί τους. Θα ήθελε τόσο πολύ να μπορούσε να τους συναντήσει!!! ΄Ενα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπό της!!!

΄Ηταν ήδη απόγευμα όταν ο βασιλιάς ανέβηκε στο δωμάτιό του για να ξεκουραστεί. Τότε με μεγάλη του έκπληξη είδε την τριανταφυλλιά μαραμένη. ΄Ετρεξε γρήγορα δίπλα της και τη ρώτησε τί συμβαίνει. Η τριανταφυλλιά όμως δεν είχε στόμα για να του μιλήσει. Αν όμως είχε θα του έλεγε:

- Βασιλιά μου σ' ευχαριστώ πολύ για την αγάπη και το ενδιαφέρον σου. Δεν θέλω να φανώ αχάριστη αλλά να, πώς να το πω, είμαι κλεισμένη όλη μέρα μακριά από τους φίλους μου και τις παρέες μου. Νιώθω αποκομμένη από το φυσικό μου περιβάλλον.

Ο βασιλιάς αναστατώθηκε πάρα πολύ. Ειδοποίησε τους καλύτερους κηπουρούς της περιοχής και ζήτησε τη γνώμη τους. ΄Ολοι μ' ένα στόμα του έδωσαν την ίδια απάντηση: Η τριανταφυλλιά έπρεπε να μεγαλώνει κοντά στον ήλιο και στο φως μέσα στον κήπο. ΄Ετσι φανερά στεναχωρημένος ο βασιλιάς έπρεπε ν' αποφασίσει. Η αγάπη του γι' αυτήν ήταν τόσο μεγάλη που θα μπορούσε να κάνει τα πάντα γι' αυτήν. Πήρε λοιπόν την απόφαση να την πάει πίσω απ' όπου την πήρε.

- Αν πρόκειται καλή μου να είσαι ευτυχισμένη εγω θα σε αποχωριστώ. ΄Ομως θα σ' επισκέπτομαι συνέχεια για να είμαι σίγουρος ότι περνάς όμορφα. Θένω τα βυσσινιά σου ρόδα να είναι ολάνθιστα και μυρωδάτα, είπε ο βασιλιάς.

Το επόμενο κιόλας πρωινό ο κηπουρός μεταφέρει την τριανταφυλλιά στον ροδώνα του βασιλιά. Η τριανταφυλλιά τρισευτυχισμένη ξαναβρίσκει τις παρέες της, το δροσερό αεράκι, τον λαμπερό ήλιο. Τα πουλιά φεύγουν κι έρχονται καλωσορίζοντάς την, ενώ μια ευλογημένη βροχούλα της δροσίζει τ' άνθη. Οι μέρες περνούν και η τριανταφυλλιά ζει στον δικό της παραμυθένιο κόσμο. Βγάζει τα καλύτερα άνθη και μπουμπούκια της. Είναι το δικό της ευχαριστώ για τη ζωή που πάντα επιθυμούσε.

Οι καθημερινές επισκέψεις του βασιλιά στην αγαπημένη του τον γέμιζαν χαρά κι ευτυχία. ΄Εβλεπε την αναγέννηση που είχε συμβεί. Επιτέλους κατάλαβε ότι η σοφία του θεού έχει τοποθετήσει το κάθε δημιούργημά του εκεί που πρέπει να ζει. Οι άνθρωποι ακόμα και οι παντοδύναμοι βασιλιάδες δεν θα πρέπει να χαλούν την αρμονία της φύσης και της ζωής. ΄Οταν τα δημιουργήματα της φύσης είναι ευτυχισμένα όλη η πλάση φοράει το καλύτερο χαμόγελό της, ομολόγησε ο βασιλιάς την ώρα που έφευγε από τον κήπο.

Παναγιώτα Κασίμη

http://www.paramithia.net

Ο αετός και ο πετεινός

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας πετεινός καμαρωτός και φουντωτός, που σένα κοτέτσι κατοικεί, και έχει όμως έναν καημό βαρύ.

Ήθελε πολύ να πετάξει ψηλά, πολύ ψηλά στον ουρανό σαν τον αετό που πάνω από το κοτέτσι τους πετά και θέλει να τους φάει, αλλά ο πετεινός παρόλα αυτά ήθελε να μάθει σαν και εκείνον που θαύμαζε να πετά.

Έκανε κάθε μέρα προσπάθειες πολλές για να μπορέσει να φτάσει να απογειωθεί τουλάχιστον από την γη και είχε επιτυχίες αρκετές αλλά πάντα ήθελε και πιο πολλές.

Οι κότες όμως τον περιγελούσαν και γελούσαν μαζί του αλλά αυτός εκεί, έπρεπε να φτάσει το όνειρό του και τον αετό που θαύμαζε και ζήλευε μαζί.

Μια μέρα, ένας κυνηγός πυροβόλησε και τραυμάτισε τον αετό την ώρα που πετούσε πάνω από το κοτέτσι. Έτσι έπεσε μέσα στην αυλή του κοτετσιού τραυματισμένος. Δεν μπορούσε να πετάξει και πόναγε πολύ. Οι κότες έτρεξαν αμέσως να δούνε τι είναι τούτο το φαΐ που έπεσε από τον ουρανό και εκείνος βλέποντάς τες να τρέχουν καταπάνω του φοβήθηκε πολύ, στα αλήθεια φοβήθηκε το φαγητό του!

Μα ατρόμητος ο πετεινός έτρεξε και στάθηκε ανάμεσα στις κότες και τον αετό και αφού τις παραμέρισε, του έριξε μια συμπονετική ματιά και έκατσε κοντά στον εχθρό του να τον προσέχει και να τον φυλά.

Έκατσε για αρκετές ώρες εκεί μέχρι που ήρθε η κυρία της αυλής και απόρησε και αυτή και τον άντρα της φώναξε ευθείς να έρθει το περίεργο το θέαμα να δει. Έκπληκτος και αυτός πήρε αμέσως το πληγωμένο το πουλί και αφού του περιποιήθηκε την πληγή τον έβαλε σε διπλανό απ΄το κοτέτσι κλουβί.

Κάθε μέρα ο πετεινός το είδωλο του πήγαινε να δει, μα εκείνος δεν του έδινε σημασία, σιγά μη μίλαγε με το φαΐ!

Με τον καιρό όμως και αφού η μοναξιά αβάσταχτη είχε γίνει, έδωσε σημασία στον πετεινό και του έδωσε και συμβουλές για το πώς θα πετάξει καλύτερα και πιο ψηλά και ο πετεινός έπαιρνε θάρρος και χαρά.
Κάθε μέρα λίγο πιο ψηλά και ήταν χαρούμενος για τον καινούργιο φίλο του αλλά και η υπεροψία του αετού έγινε αγάπη και θαυμασμός για αυτό το μειονεκτικό πουλί που προσπαθούσε καλύτερο να γίνει στη ζωή.

Πέρασε ο καιρός και ήρθε η στιγμή που έγειανε η πληγή και ο αετός μπόρεσε τα φτερά του πάλι να κουνεί.
Πολύ προσεκτικά και με παρότρυνση του φίλου του πετεινού, τέντωσε τα πελώρια φτερά και να, πάλι ψηλά πετά! Κάνει τότε μια βουτιά και δίπλα από τον πετεινό πετάτον χαιρετά και πάλι στον ουρανό ψηλά γυρνά.

Τώρα που κάθε μέρα πάνω από το κοτέτσι πετά δεν σκέφτεται ούτε μια φορά ότι πάνω από φαΐ πετά.
Θαυμάζει τον νέο φίλο του αλλά και τον φυλά πετώντας και διώχνοντας τα άλλα αρπακτικά μακριά.

Τώρα ξέρει ότι τι κι αν είναι διαφορετικοί, φίλοι είναι και τα άλλα τα πτηνά που έχουνε φτερά και σαν τον πετεινό του στάθηκαν σε δύσκολη στιγμή.

Αγγελική Δ. Παπασταύρου