Сводная таблица спряжения глаголов

2 спряжение 2 категория
(β΄συζυγία β΄τάξη)

Ενεργητική φωνή

Οριστική  Изъявительное наклонение
Παρόν (Τώρα) Настоящее время
Ενεστώτας   Παρακείμενος
θεωρώ
θεωρείς
θεωρεί
θεωρούμε
θεωρείτε
θεωρούν(ε)
έχω θεωρήσει/
έχω θεωρημένο
Παρελθόν (Πριν) Прошедшее время
Παρατατικός Αόριστος Υπερσυντέλικος
θεωρούσα
θεωρούσες
θεωρούσε
θεωρούσαμε
θεωρούσατε
θεωρούσαν(ε)
θεώρησα
θεώρησες
θεώρησε
θεωρήσαμε
θεωρήσατε
θεώρησαν/ήσαν(ε)
θα έχω θεωρήσει/
θα έχω θεωρημένο
Μέλλον (Μετά) Будущее время
Μέλλοντας διαρκείας Μέλλοντας απλός Συντελ. μέλλοντας
θα θεωρώ
θα θεωρείς
θα θεωρεί
θα θεωρούμε
θα θεωρείτε
θα θεωρούν(ε)
θα θεωρήσω
θα θεωρήσεις
θα θεωρήσει
θα θεωρήσουμε
θα θεωρήσετε
θα θεωρήσουν(ε)
θα έχω θεωρήσει/
θα έχω θεωρημένο
Υποτακτική   Сослагательное наклонение
Ενεστώτας Αόριστος Παρακείμενος
[να, όταν...]
θεωρώ
θεωρείς
θεωρεί
θεωρούμε
θεωρείτε
θεωρούν(ε)
[να, όταν...]
θεωρήσω
θεωρήσεις
θεωρήσει
θεωρήσουμε/ήσομε
θεωρήσετε
θεωρήσουν(ε)
[να, όταν...]
έχω θεωρήσει/
έχω θεωρημένο
Προστακτική   Повелительное наклонение
Ενεστώτας Αόριστος  
-
-
-
-
θεωρείτε
-
-
θεώρησε
-
-
θεωρήστε/θεωρήσετε
-
Μετοχή
Ενεστώτας Παρακείμενος
θεωρώντας έχοντας θεωρήσει/
έχοντας θεωρημένο

Παθητική φωνή

Οριστική  Изъявительное наклонение
Παρόν (Τώρα) Настоящее время
Ενεστώτας   Παρακείμενος
θεωρούμαι
θεωρείσαι
θεωρείται
θεωρούμαστε
θεωρείστε
θεωρούνται
έχω θεωρηθεί/
είμαι θεωρημένος
Παρελθόν (Πριν) Прошедшее время
Παρατατικός Αόριστος Υπερσυντέλικος
θεωρούμουν(α)
θεωρούσουνα
θεωρούνταν/εθεωρείτο
θεωρούμασταν/ούμαστε
-
θεωρούνταν/εθεωρούντο
θεωρήθηκα
θεωρήθηκες
θεωρήθηκε
θεωρηθήκαμε
θεωρηθήκατε
θεωρήθηκαν/ηθήκαν(ε)
είχα θεωρηθεί/
ήμουν θεωρημένος
Μέλλον (Μετά) Будущее время
Μέλλοντας διαρκείας Μέλλοντας απλός Συντελ. μέλλοντας
θα θεωρούμαι
θα θεωρείσαι
θα θεωρείται
θα θεωρούμαστε
θα θεωρείστε
θα θεωρούνται
θα θεωρηθώ
θα θεωρηθείς
θα θεωρηθεί
θα θεωρηθούμε
θα θεωρηθείτε
θα θεωρηθούν(ε)
θα έχω θεωρηθεί/
θα είμαι θεωρημένος
Υποτακτική   Сослагательное наклонение
Ενεστώτας Αόριστος Παρακείμενος
[να, όταν...]
θεωρούμαι
θεωρείσαι
θεωρείται
θεωρούμαστε
θεωρείστε
θεωρούνται
[να, όταν...]
θεωρηθώ
θεωρηθείς
θεωρηθεί
θεωρηθούμε
θεωρηθείτε
θεωρηθούν(ε)
[να, όταν...]
έχω θεωρηθεί/
είμαι θεωρημένος
Προστακτική   Повелительное наклонение
Ενεστώτας Αόριστος  
-
-
-
-
θεωρείστε
-
-
θεωρήσου
-
-
θεωρηθείτε
-
Μετοχή
Ενεστώτας Παρακείμενος
θεωρούμενος θεωρημένος

 

 

 

 

Таблицы
спряжения
неправильных
глаголов
греческого языка