|
Παθητική φωνή
Παθητική φωνή - совокупность глагольных форм, которая в 1-м лице единственного числа настоящего времени изъявительного наклонения имеет окончание --μαι, называется действительным залогом (по способу формообразования).
В страдательном залоге:
Глаголы 1 спряжения принимают окончания –ομαι
Глаголы 2 спряжения 1 категории принимают окончания –ιέμαι.
Глаголы 2 спряжения 2 категории принимают окончания –ούμαι.
Некоторые глаголы не имеют форм страдательного залога (τρέχω), а другие (называемые отложительными глаголами)- форм действительного залога (έρχομαι)
В русском языке Страдательный залог выражается глаголами с частицей - ся, или страдательными причастиями.
Αποθετικά Ρήματα - Отложительные глаголы, которые не имеют действительного залога, к ним относятся:
χρειάζομαι
σκέφτομαι
εργάζομαι
κάθομαι
συλλογίζομαι
αισθάνομαι
γίνομαι
έρχομαι
Глаголы в Παθητική φωνή имеют следующие окончания:-ομαι, -ιέμαι, - ούμαι
Οριστική |
Ενεστώτας |
α΄συζυγία |
β΄συζυγία |
|
α΄τάξη |
β΄τάξη |
|
ντύνομαι ντύνεσαι ντύνεται ντυνόμαστε ντύνεστε ντύνονταν |
αγαπιέμαι αγαπιέσαι αγαπιέται αγαπιόμαστε αγαπιέστε αγαπιούνται |
ωφελούμαι ωφελείσαι ωφελείται ωφελούμαστε ωφελείστε ωφελούνται |
κοιμάμαι (-ούμαι) κοιμάσαι κοιμάται κοιμόμαστε (-ούμαστε) κοιμάστε κοιμούνται |
4 глагола исключения - θυμάμαι -θυμούμαι, κοιμάμαι-κοιμούμαι, λυπάμαι-λυπούμαι, φοβάμαι-φοβούμαι
Παρατατικός |
α΄συζυγία |
β΄συζυγία |
|
α΄τάξη |
β΄τάξη |
|
ντυνόμουν ντυνόσουν ντυνόταν ντυνόμασταν ντυνόσασταν ντύνονταν |
αγαπιόμουν αγαπιόσουν αγαπιόταν αγαπιόμασταν αγαπιόσασταν αγαπιόνταν/ αγαπιούνταν |
ωφελούμουν ωφελούσουν ωφελούνταν ωφελούμασταν ωφελούσασταν ωφελούνταν |
κοιμόμουν κοιμόσοuν κοιμόταν κοιμόμασταν κοιμόσασταν κοιμόvταν |
Αόριστος Παθητική φωνή
Для образования необходимо знать Αόριστος данного глагола в Ενεργητική φωνή,
к основе которого добавляются следующие окончания:
Οριστική |
Αόριστος |
α΄συζυγία |
β΄συζυγία |
|
α΄τάξη |
β΄τάξη |
ντύθηκα
ντύθηκες ντύθηκε ντυθήκαμε ντυθήκατε ντύθηκαν |
αγαπήθηκα
αγαπήθηκες αγαπήθηκε αγαπηθήκαμε αγαπηθήκατε αγαπήθηκαν |
ωφελήθηκα
ωφελήθηκες ωφελήθηκε ωφεληθήκαμε ωφεληθήκατε ωφεληθήκαν |
|
Образование Αόριστος и Μετοχή
1 спряжение
Ενεργητική φωνή |
Παθητική φωνή |
Ενεστώτας |
Αόριστος |
Αόριστος |
Μετοχή |
Если в Αόριστος глаголы 1 спряжения в Ενεργητική φωνή имеют окончание:
-σα ›››- α) –θηκα -μένος, β) –στηκα -σμένος
λύνω ντύνω πληρώνω |
έλυσα έντυσα πλήρωσα |
λύθηκα ντύθηκα πληρώθηκα |
λυμένος ντυμένος πληρωμένος |
κλείνω ετοιμάζω πείθω πιάνω σβήνω χτενίζω |
έκλεισα ετοίμασα έπεισα έπιασα έσβησα χτένισα |
κλείστηκα ετοιμάστηκα πείστηκα πιάστηκα σβήστηκα χτενίστηκα |
κλεισμένος ετοιμασμένος πεισμένος πιασμένος σβησμένος χτενισμένος |
ξα ››› -χτηκα, -γμενος
αλλάζω ανοίγω αρπάζω διώχνω μπλέκω παίζω πλέκω στηρίζω σφίγγω τραντάζω |
άλλαξα άνοιξα άρπαξα έδιωξα έμπλεξα έπαιξα έπλεξα στήριξα έσφιξα τράνταξα |
αλλάχτηκα ανοίχτηκα αρπάχτηκα διώχτηκα μπλέχτηκα παίχτηκα πλέχτηκα στηρίχτηκα σφίχτηκα τραντάχτηκα |
αλλαγμένος ανοιγμένος αρπαγμένος διωγμένος μπλεγμένος παιγμένος πλεγμένος στηριγμένος σφιγμένος τρανταγμένος |
-ψα ››› - φτηκα , - μμένος
ανάβω
γράφω κρύβω ράβω |
άναψα
έγραψα έκρυψα έραψα |
ανάφτηκα
γράφτηκα κρύφτηκα ράφφτηκα |
αναμμένος, -η, -ο
γραμμένος, -η, -ο κρυμμένος, -η, -ο ραμμένος, -η, -ο |
-εψα ›››- εύτηκα, -εμένος
γιατρεύω
μαγειρεύω μαζεύω παντρεύω |
γιάτρεψα
μαγείρεψα μάζεψα πάντρεψα |
γιατρεύτηκα
μαγειρεύτηκα μαζεύτηκα παντρεύτηκα |
γιατρεμένος, -η, -ο
μαγειρεμένος, -η, -ο μαζεμένος, -η, -ο παντρεμένος, -η, -ο |
Ударение в Αόριστος у глаголов 1 спряжения всегда стоит на третьем слоге от конца.
2 спряжение
Если в Αόριστος глаголы 2 спряжения в Ενεργητική φωνή имеют окончание:
- ησα ›››-ήθηκα, - ημένος |
αγαπώ
ωφελώ
αλλα!!!
κυλώ |
αγάπησα
ωφέλησα
κύλησα |
αγαπήθηκα
ωφελήθηκα
κυλίστηκα |
αγαπημένος, η, ο
ωφελημένος, η, ο
κυλισμένος, -η, -ο |
-ασα ›››-άστηκα, -ασμένος |
γελώ |
γέλασα |
γελάστηκα |
γελασμένος |
-εσα ››› - έθηκα, -εμένος, ››› -έστηκα, -εσμένος |
αφαιρώ
στενοχωρώ
συγχωρώ
αποτελώ
εκτελώ
καλώ |
αφαίρεσα
στενοχώρεσα
συγχώρεσα
αποτέλεσα
εκτέλεσα
κάλεσα |
αφαιρέθηκα
στενοχωρέθηκα
αποτελέστηκα
εκτελέστηκα
καλέστηκα
ή κλήθηκα |
αφαιρεμένος
αποτελεσμένος
εκτελεσμένος
καλεσμένος |
αλλά!!! |
προκαλώ
προσκαλώ |
προκάλεσα
προσκάλεσα |
προκλήθηκα
προσκλήθηκα
προσκαλέστηκα |
---- προσκαλεσμένος |
-ηξα ›››-ήχτηκα, - ηγμένος |
τραβώ |
τράβηξα |
τραβήχτηκα |
τραβηγμένος |
-αξα ›››-αχτηκα, - αγμένος |
πετώ |
πέταξα |
πετάχτηκα |
πετα(γ)μένος |
Παρακείμενος глаголов Παθητική φωνή
Παρακείμενος |
α΄συζυγία |
β΄συζυγία |
|
α΄τάξη |
β΄τάξη |
έχω ντυθεί
έχεις ντυθεί
έχει ντυθεί
έχουμε ντυθεί
έχετε ντυθεί
έχουν ντυθεί |
έχω αγαπηθεί
έχεις αγαπηθεί
έχει αγαπηθεί
έχουμε αγαπηθεί
έχετε αγαπηθεί
έχουν αγαπηθεί |
έχω ωφεληθεί
έχεις ωφεληθεί
έχει ωφεληθεί
έχουμε ωφεληθεί
έχετε ωφεληθεί
έχουν ωφεληθεί |
Υπερσυντέλικος |
α΄συζυγία
είχα ντυθεί |
α΄τάξη: είχα αγαπηθεί
β΄τάξη: είχα ωφεληθεί |
Τετελ. Μέλλοντας |
α΄συζυγία
θα έχω ντυθεί |
α΄τάξη: θα έχω αγαπηθεί
β΄τάξη: θα έχω ωφεληθεί |
Υποτακτική |
Συνεχής
Απλή |
α΄τάξη: να αγαπιέμαι
β΄τάξη: να ωφελούμε
α΄τάξη: να αγαπηθώ
β΄τάξη: να ωφεληθώ |
Προστακτική
Συνεχής |
α΄συζυγία |
β΄συζυγία |
|
α΄τάξη |
β΄τάξη |
- να ντύνεσαι
- να ντύνεστε |
- (να αγαπιέσαι)
- (να αγαπιέτε) |
- (να ωφελείσαι)
- (να ωφελείστε) |
Απλή |
α΄συζυγία |
β΄συζυγία |
|
α΄τάξη |
β΄τάξη |
ντύσου
(να ντυθείς)
ντυθείτε
(να ντυθείτε) |
αγαπήσου
(να αγαπηθείς)
αγαπηθείτε
(να αγαπηθείτε) |
ωφελήσου
(να ωφεληθείς)
ωφεληθείτε
(να ωφεληθείτε) |
Μετοχή
Μετοχή |
α΄συζυγία |
β΄συζυγία |
|
α΄τάξη |
β΄τάξη |
ο ντυμένος
η ντυμένη
το ντυμένο |
ο αγαπημένος
η αγαπημένη
το αγαπημένο |
ο ωφελημένος
η ωφελημένη
το ωφελημένο |
|
Таблицы
спряжения
неправильных глаголов греческого языка
|