Οριστική Изъявительное наклонение |
Παρόν (Τώρα) Настоящее время |
Ενεστώτας |
|
Παρακείμενος |
τρώω/(τρώγω)
τρως/(τρώγεις)
τρώει/(τρώγει)
τρώμε/(τρώγο [υ] με)
τρώτε/(τρώγετε)
τρώνε/τρων/ (τρώγουν [ε]) |
έχω φάει/
(έχω φαγωμένο) |
Παρελθόν (Πριν) Прошедшее время |
Παρατατικός |
Αόριστος |
Υπερσυντέλικος |
έτρωγα
έτρωγες
έτρωγε
τρώγαμε
τρώγατε
έτρωγαν/τρώγαν(ε) |
έφαγα
έφαγες
έφαγε
φάγαμε
φάγατε
έφαγαν/φάγαν(ε) |
είχα φάει/
(είχα φαγωμένο) |
Μέλλον (Μετά) Будущее время |
Μέλλ. διαρκείας |
Μέλλ. απλός |
Συντελ. μέλλοντας |
θα τρώω/(θα τρώγω)
θα τρως/(θα τρώγεις)
θα τρώει/(θα τρώγει)
θα τρώμε/(θα τρώγο [υ] με)
θα τρώτε/(θα τρώγετε)
θα τρώνε/θα τρων/(θα
τρώγουν [ε]) |
θα φάω
θα φας
θα φάει
θα φάμε
θα φάτε
θα φάνε/θα φαν |
θα έχω φάει/
(θα έχω φαγωμένο) |
Υποτακτική Сослагательное наклонение |
Ενεστώτας |
Αόριστος |
Παρακείμενος |
[να, όταν...]
τρώω/(τρώγω)
τρως/(τρώγεις)
τρώει/(τρώγει)
τρώμε/(τρώγο [υ] με)
τρώτε/(τρώγετε)
τρώνε/τρων2/(τρώγουν[ε]2)
|
[να, όταν...]
φάω
φας
φάει
φάμε
φάτε
φάνε/φαν
|
[να, όταν...]
έχω φάει/
(έχω φαγωμένο) |
Προστακτική Повелительное наклонение |
Ενεστώτας |
Αόριστος |
|
-
τρώγε
-
-
τρώτε/(τρώγετε)
- |
-
φάε
-
-
φάτε
- |
Μετοχή |
Ενεστώτας |
Παρακείμενος |
τρώγοντας |
έχοντας φάει/
(έχοντας φαγωμένο) |
Οριστική Изъявительное наклонение |
Παρόν (Τώρα) Настоящее время |
Ενεστώτας |
|
Παρακείμενος |
τρώγομαι
τρώγεσαι
τρώγεται
τρωγόμαστε
τρώγεστε/τρωγόσαστε
τρώγονται |
έχω φαγωθεί/
είμαι φαγωμένος |
Παρελθόν (Πριν) Прошедшее время |
Παρατατικός |
Αόριστος |
Υπερσυντέλικος |
τρωγόμουν(α)
τρωγόσουν(α)
τρωγόταν(ε)
τρωγόμαστε/τρωγόμασταν
τρωγόσαστε/τρωγόσασταν
τρώγονταν/τρωγόντανε/
τρωγόντουσαν |
φαγώθηκα
φαγώθηκες
φαγώθηκε
φαγωθήκαμε
φαγωθήκατε
φαγώθηκαν/φαγωθήκαν(ε) |
είχα φαγωθεί/
ήμουν φαγωμένος |
Μέλλον (Μετά) Будущее время |
Μέλλ. διαρκείας |
Μέλλ. απλός |
Συντελ. μέλλοντας |
θα τρώγομαι
θα τρώγεσαι
θα τρώγεται
θα τρωγόμαστε
θα τρώγεστε/-όσαστε
θα τρώγονται |
θα φαγωθώ
θα φαγωθείς
θα φαγωθεί
θα φαγωθούμε
θα φαγωθείτε
θα φαγωθούν(ε) |
θα έχω φαγωθεί/
θα είμαι φαγωμένος |
Υποτακτική Сослагательное наклонение |
Ενεστώτας |
Αόριστος |
Παρακείμενος |
[να, όταν...]
τρώγομαι
τρώγεσαι
τρώγεται
τρωγόμαστε
τρώγεστε/τρωγόσαστε
τρώγονται
|
[να, όταν...]
φαγωθώ
φαγωθείς
φαγωθεί
φαγωθούμε
φαγωθείτε
φαγωθούν (ε)
|
[να, όταν...]
έχω φαγωθεί/
είμαι φαγωμένος |
Προστακτική Повелительное наклонение |
Ενεστώτας |
Αόριστος |
|
-
-
-
-
τρώγεστε
- |
-
-
-
-
φαγωθείτε
- |
Μετοχή |
Ενεστώτας |
Παρακείμενος |
- |
φαγωμένος |