Οριστική Изъявительное наклонение |
Παρόν (Τώρα) Настоящее время |
Ενεστώτας |
|
Παρακείμενος |
μένω
μένεις
μένει
μένουμε (σπάν.-ομε)
μένετε
μένουν(ε) |
εχω μείνει |
Παρελθόν (Πριν) Прошедшее время |
Παρατατικός |
Αόριστος |
Υπερσυντέλικος |
έμενα
έμενες
έμενε
μέναμε
μένατε
έμεναν/μέναν(ε) |
έμεινα
έμεινες
έμεινε
μείναμε
μείνατε
έμειναν/μείναν (ε) |
είχα μείνει |
Μέλλον (Μετά) Будущее время |
Μέλλ. διαρκείας |
Μέλλ. απλός |
Συντελ. μέλλοντας |
θα μένω
θα μένεις
θα μένει
θα μένουμε (σπάν.-ομε)
θα μένετε
θα μένουν(ε) |
θα μείνω
θα μείνεις
θα μείνει
θα μείνουμε (σπάν.-ομε)
θα μείνετε
θα μείνουν(ε) |
θα έχω μείνει |
Υποτακτική Сослагательное наклонение |
Ενεστώτας |
Αόριστος |
Παρακείμενος |
[να, όταν...]
μένω
μένεις
μένει
μένουμε (σπάν.-ομε)
μένετε
μένουν (ε)
|
[να, όταν...]
μείνω
μείνεις
μείνει
μείνουμε (σπάν.-ομε)
μείνετε
μείνουν (ε)
|
[να, όταν...]
έχω μείνει |
Προστακτική Повелительное наклонение |
Ενεστώτας |
Αόριστος |
|
-
μένε
-
-
μένετε
- |
-
μείνε
-
-
μείνετε
- |
Μετοχή |
Ενεστώτας |
Παρακείμενος |
μένοντας |
έχοντας μείνει |