Οριστική Изъявительное наклонение |
Παρόν (Τώρα) Настоящее время |
Ενεστώτας |
|
Παρακείμενος |
κατεβαίνω
κατεβαίνεις
κατεβαίνει
κατεβαίνουμε /(ομε)
κατεβαίνετε
κατεβαίνουν(ε)
|
έχω κατέβει/κατεβεί
είμαι κατεβασμένος, -η |
Παρελθόν (Πριν) Прошедшее время |
Παρατατικός |
Αόριστος |
Υπερσυντέλικος |
κατέβαινα
κατέβαινες
κατέβαινε
κατεβαίναμε
κατεβαίνατε
κατέβαιναν
|
κατέβηκα
κατέβηκες
κατέβηκε
κατεβήκαμε
κατεβήκατε
κατέβηκαν(ε) /κατεβήκαν(ε)
|
είχα κατέβει/κατεβεί
ήμουν κατεβασμένος, -η |
Μέλλον (Μετά) Будущее время |
Μέλλ. διαρκείας |
Μέλλ. απλός |
Συντελ. μέλλοντας |
θα κατεβαίνω
θα κατεβαίνεις
θα κατεβαίνει
θα κατεβαίνουμε /(ομε)
θα κατεβαίνετε
θα κατεβαίνουν(ε) |
θα κατέβω/κατεβώ
θα κατέβεις/κατεβείς
θα κατέβει/ κατεβεί
θα κατέβουμε/ κατεβούμε
θα κατέβετε/ κατεβείτε
θα κατέβουν(ε)/ κατεβούν(ε) |
θα έχω κατέβει/κατεβεί
θα είμαι κατεβασμένος, -η |
Υποτακτική Сослагательное наклонение |
Ενεστώτας |
Αόριστος |
Παρακείμενος |
[να, όταν...]
κατεβαίνω
κατεβαίνεις
κατεβαίνει
κατεβαίνουμε /(ομε)
κατεβαίνετε
κατεβαίνουν(ε)
|
[να, όταν...]
κατέβω/κατεβώ
κατέβεις/κατεβείς
κατέβει/ κατεβεί
κατέβουμε/ κατεβούμε
κατέβετε/ κατεβείτε
κατέβουν(ε)/ κατεβούν(ε)
|
[να, όταν...]
έχω κατέβει/κατεβεί
είμαι κατεβασμένος, -η |
Προστακτική Повелительное наклонение |
Ενεστώτας |
Αόριστος |
|
-
κατέβαινε
-
-
κατεβαίνετε
- |
-
κατέβα
-
-
κατεβείτε
- |
Μετοχή |
Ενεστώτας |
Παρακείμενος |
κατεβαίνοντας |
|