Οριστική Изъявительное наклонение |
Παρόν (Τώρα) Настоящее время |
Ενεστώτας |
|
Παρακείμενος |
δίνω
δίνεις
δίνει
δίνουμε (σπάν.-ομε)
δίνετε
δίνουν(ε) |
έχω δώσει/(έχω δοσμένο)
|
Παρελθόν (Πριν) Прошедшее время |
Παρατατικός |
Αόριστος |
Υπερσυντέλικος |
έδινα
έδινες
έδινε
δίναμε
δίνατε
έδιναν/δίναν(ε) |
έδωσα
έδωσες
έδωσε
δώσαμε
δώσατε
έδωσαν/δώσαν(ε) |
είχα δώσει/(είχα δοσμένο) |
Μέλλον (Μετά) Будущее время |
Μέλλ. διαρκείας |
Μέλλ. απλός |
Συντελ. μέλλοντας |
θα δίνω
θα δίνεις
θα δίνει
θα δίνουμε (σπάν.-ομε)
θα δίνετε
θα δίνουν(ε) |
θα δώσω
θα δώσεις
θα δώσει
θα δώσουμε (σπάν.-ομε)
θα δώσετε
θα δώσουν(ε) |
θα έχω δώσει/
(θα έχω δοσμένο) |
Υποτακτική Сослагательное наклонение |
Ενεστώτας |
Αόριστος |
Παρακείμενος |
[να, όταν...]
δίνω
δίνεις
δίνει
δίνουμε (σπάν.-ομε)
δίνετε
δίνουν(ε)
|
[να, όταν...]
δώσω
δώσεις
δώσει
δώσουμε (σπάν.-ομε)
δώσετε
δώσουν (ε)
|
[να, όταν...]
έχω δώσει/
(έχω δοσμένο) |
Προστακτική Повелительное наклонение |
Ενεστώτας |
Αόριστος |
|
-
δίνε
-
-
δίνετε
- |
-
δώσε
-
-
δώστε
- |
Μετοχή |
Ενεστώτας |
Παρακείμενος |
δίνοντας |
έχοντας δώσει/
(έχοντας δοσμένο) |
Οριστική Изъявительное наклонение |
Παρόν (Τώρα) Настоящее время |
Ενεστώτας |
|
Παρακείμενος |
δίνομαι
δίνεσαι
δίνεται
δινόμαστε
δίνεστε/δινόσαστε
δίνονται |
έχω δοθεί/
(είμαι δοσμένος) |
Παρελθόν (Πριν) Прошедшее время |
Παρατατικός |
Αόριστος |
Υπερσυντέλικος |
δινόμουν (α)
δινόσουν(α)
δινόταν(ε)
δινόμαστε/δινόμασταν
δινόσαστε/δινόσασταν
δίνονταν/δινόντανε/
δινόντουσαν |
δόθηκα
δόθηκες
δόθηκε
δοθήκαμε
δοθήκατε
δόθηκαν/δοθήκαν(ε) |
είχα δοθεί/
(ήμουν δοσμένος) |
Μέλλον (Μετά) Будущее время |
Μέλλ. διαρκείας |
Μέλλ. απλός |
Συντελ. μέλλοντας |
θα δίνομαι
θα δίνεσαι
θα δίνεται
θα δινόμαστε
θα δίνεστε/θα δινόσαστε
θα δίνονται |
θα δοθώ
θα δοθείς
θα δοθεί
θα δοθούμε
θα δοθείτε
θα δοθούν(ε) |
θα έχω δοθεί/
(θα είμαι δοσμένος) |
Υποτακτική Сослагательное наклонение |
Ενεστώτας |
Αόριστος |
Παρακείμενος |
[να, όταν...]
δίνομαι
δίνεσαι
δίνεται
δινόμαστε
δίνεστε/δινόσαστε
δίνονται
|
[να, όταν...]
δοθώ
δοθείς
δοθεί
δοθούμε
δοθείτε
δοθούν(ε)
|
[να, όταν...]
έχω δοθεί/
(είμαι δοσμένος) |
Προστακτική Повелительное наклонение |
Ενεστώτας |
Αόριστος |
|
-
-
-
-
δίνεστε
- |
-
δώσου
-
-
δοθείτε
- |
Μετοχή |
Ενεστώτας |
Παρακείμενος |
- |
δοσμένος |